Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

οτέ

  • 1 помахивать

    помахивать
    несов κουνώ, σείω (πότε $ότε):
    \помахивать хвостом κουνώ ποῦ καί ποῦ τήν οὐρά.

    Русско-новогреческий словарь > помахивать

  • 2 мера

    θ.
    1. μέτρο, μονάδα μέτρησης•

    -ы длины μέτρα μήκους•

    -ы веса μέτρα βάρους,τα σταθμά•

    -ы объёма μέτρα όγκου•

    -ы вместительности μέτρα χωρητικότητας•

    кубическая мера κυβικό μέτρο.

    || η μετρική ταινία. || ρωσικό μέτρο χωρητικότητας ενός πουτιού.
    2. μτφ. όριο•

    следует во всём соблюдать -у παν μέτρον άριστον•

    всему есть мера για κάθε τι υπάρχει όριο•

    знать -у όεν υπερβαίνω τα όρια.

    || (συνεκδ.) τα μέσα, μέτρα•

    -ы наказания μέσα τιμωρίας•

    принимать -ы παίρνω τα μέτρα•

    -ы предосторожности προφυλακτικά μέτρα•

    -ы социальной защиты μέτρα κοινωνικής πρόνοιας•

    решительные -ы αποφασιστικά (δραστικά) μέτρα•

    высшая мера наказания η εσχάτη των ποινών.

    εκφρ.
    без -ы – χωρίς μέτρο (υπερβολικά)•
    в -у – στο μέτρο (μέτρια)•
    ни в коей ή ни в какой -е – επ ουδενί λόγω, σε καμιά περίπτωση, με κανένα τρόπο•
    по -е – όσο, καθόσο, αντίστοιχα, ανάλογα•
    по -е того как... – οσάκις, ότε, οπότε...• сверх -ы; через -у; не в -у υπέρμετρα, υπέρ το δέον•
    чувство -ы – το αίσθημα του μέτρου.

    Большой русско-греческий словарь > мера

  • 3 поманивать

    ρ.δ.μ.
    βλ. манить με σημ. εν.ί-οτε.

    Большой русско-греческий словарь > поманивать

См. также в других словарях:

  • ὁτέ — ὅτε when indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ότε — (I) (ΑΜ ὅτε Α δωρ. τ. ὅκα και ὅκκα, αιολ. τ. ὄτα) (χρον. σύνδ.) όταν, κατά τον χρόνο που, τότε που αρχ. Ι. 1. (μερικές φορές μεταβαίνει σε αιτιολογική σημασία) επειδή, διότι («ὅτε δὴ τοῡτο οὕτως ἔχει», Πλάτ.) 2. σπαν. τίθεται και αντί τού ώστε… …   Dictionary of Greek

  • οτέ — (Α ὁτέ) (αορστλ. χρον. επίρρ.) φρ. «ὁτὲ μέν..., ὁτέ δέ» άλλοτε μεν..., άλλοτε δε αρχ. φρ. «ὁτὲ μέν..., πάλιν δέ», «ὁτὲ μέν..., ὁτὲ δ αὖτε», «ὁτὲ μέν τε..., ὅτ αὖ», «ὁτὲ μέν..., ποτέ δε», «ἄλλοτε μέν..., ὁτὲ δέ», «ἐνίοτε μέν..., ὁτὲ δέ» άλλοτε μεν …   Dictionary of Greek

  • ὅτε — ὅστε who neut nom/voc/acc sg (attic) ὅτε when indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὅτε μὲν ἠύλουν, οὐκ ὠρχεῖσθε. — См. Плясать по чужой дудке …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μουσείο Τηλεπικοινωνιών ΟΤΕ — Το μουσείο στεγάζει από το 1990 σε ιδιόκτητο κτίριο (Πρωτέως 25, Νέα Κηφισιά) τηλεπικοινωνιακό υλικό μεγάλης μουσειακής αξίας. Σκοπός του μουσείου είναι η παρουσίαση της εξέλιξης της τηλεπικοινωνιακής τεχνολογίας, από τις οπτικές επικοινωνίες της …   Dictionary of Greek

  • εσθ’ ότε — ἐσθ’ ὅτε (Α) (επίρρ. φρ. αντί τού ἔστιν ὅτε) κάποτε …   Dictionary of Greek

  • χὤτ' — ὅτε , ὅστε who neut nom/voc/acc sg (attic) ὅτι , ὅστις that neut nom/acc sg ὅτε , ὅτε when indeclform (conj) ὅτι , ὅτι 1 for what indeclform (adverb) ὅτι , ὅτι 2 for what indeclform (conj) ὥτε , ὥστε as being doric (indeclform conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χὤτε — ὅτε , ὅστε who neut nom/voc/acc sg (attic) ὅτε , ὅτε when indeclform (conj) ὥτε , ὥστε as being doric (indeclform conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅ τε — ὅτε , ὅστε who neut nom/voc/acc sg (attic) ὅτε , ὅτε when indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅτ' — ὅτε , ὅστε who neut nom/voc/acc sg (attic) ὅτι , ὅστις that neut nom/acc sg ὅτε , ὅτε when indeclform (conj) ὅτι , ὅτι 1 for what indeclform (adverb) ὅτι , ὅτι 2 for what indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»