Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

οροθετική

  • 1 демаркационный

    демаркационн||ый
    прил:
    \демаркационныйая линия ἡ ὁροθετική γραμμή, ἡ διαχωριστική γραμμή.

    Русско-новогреческий словарь > демаркационный

  • 2 межевой

    межев||ой
    прил ὁροθετικός:
    \межевойо́й столб τό ὁρόσημο, ἡ ὁροθετική στήλη.

    Русско-новогреческий словарь > межевой

  • 3 демаркационный

    επ.
    οροθετικός, διαχωριστικός.
    εκφρ.
    - ая линия – οροθετική γραμμή.

    Большой русско-греческий словарь > демаркационный

  • 4 разграничительный

    επ.
    οροθετικός•

    -ая линия οροθετική γραμμή.

    Большой русско-греческий словарь > разграничительный

  • 5 черта

    θ.
    1. γραμμή•

    тонкая черта λεπτή λεπτή γραμμή•

    подчеркнуть -ой υπογραμμίζω•

    черта волнистая черта κυματοειδής γραμμή.

    2. όριο, σύνορο, πραγματική ή νοητή γραμμή•

    черта подъма уровня воды η άνοδος τιης στάθμης του νερού•

    черта в -е города στα όρια της πόλης•

    за -ой города πέρα από τα όρια της πόλης•

    зайти за -у περνώ την οροθετική γραμμή•

    в -е расположения войск στη γραμμή της διάταξης των στρατευμάτων.

    3. то χαρακτηριστικό γνώρισμα, ιδιότητα•

    -ы лица τα χαραπτηριστικάτου προσώπου•

    крупные -ы лица τα αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου•

    отличительная черта χαρακτηριστικό (ίδιο, ιδιαίτερο, διακριτικό) γνώρισμα.

    || λεπτομέρεια.
    εκφρ.
    в общих (главных, основных) -ах – σε γενικές (κύριες, βασικές) γραμμές•
    до последней -ы – μέχρι τέλος (εσχάτων).

    Большой русско-греческий словарь > черта

См. также в других словарях:

  • διελκυστίνδα — η (Α επίρρ. διελκυστίνδα) παιχνίδι κατά το οποίο δύο ομάδες κρατούν τα άκρα ενός σχοινιού και προσπαθούν να παρασύρουν η μια την άλλη πέρα από την οροθετική γραμμή νεοελλ. φρ. «πολιτική διελκυστίνδα» η προσπάθεια πολιτικών ομάδων να… …   Dictionary of Greek

  • λίμιτον — λίμιτον, τὸ (Μ) (στη Ρώμη) η οροθετική γραμμή τής αυτοκρατορίας η οποία προστατευόταν και φρουρούνταν από τους λιμιταναίους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. limes, itis «σύνορο»] …   Dictionary of Greek

  • οροθετικός — ή, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οροθεσία 2. αυτός που καθορίζει τα σύνορα χώρας ή περιοχής («οροθετική γραμμή» γραμμή η οποία καθορίζει τα όρια δύο γειτονικών χωρών ή περιοχών). [ΕΤΥΜΟΛ. < οροθεσία. Η λ. μαρτυρείται από το 1833… …   Dictionary of Greek

  • Βαβυλώνιοι — Αρχαίος λαός της πόλης Βαβυλώνας, αλλά και του νότιου τμήματος της Μεσοποταμίας, μεταξύ του Τίγρη και του Ευφράτη. Οι Β. αποτελούσαν τον νότιο κλάδο των σημιτικών πληθυσμών της Μεσοποταμίας και ξεχώριζαν από τους Ασσυρίους, οι οποίοι ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Γράμμος — Oροσειρά του δυτικού κλάδου της βόρειας Πίνδου. Βρίσκεται στα βόρεια της οροσειράς του Λεσκοβικιού και η υψηλότερη κορυφή της είναι στα 2.520 μ. Από την οροσειρά αυτή περνά η οροθετική γραμμή Ελλάδας Αλβανίας. Η περιοχή της οροσειράς υπήρξε πεδίο …   Dictionary of Greek

  • Έβρος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του βασιλιά της Θράκης Κάσσανδρου. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Έ. συκοφαντήθηκε από τη μητριά του στον πατέρα του ότι επιχείρησε να τη βιάσει και αναγκάστηκε, για να αποφύγει την τιμωρία, να πέσει στα νερά του ποταμού… …   Dictionary of Greek

  • Λάτρης, Ικέσιος — (1799 – 1881). Αγωνιστής του 1821 και δημοσιογράφος. Αναφέρεται ότι γεννήθηκε στη Σμύρνη, αλλά η καταγωγή του ήταν κρητική. Υπήρξε μαθητής του Κ. Κούμα και του Οικονόμου. Όταν πληροφορήθηκε την έναρξη της Επανάστασης, επέστρεψε στην Ελλάδα και… …   Dictionary of Greek

  • οροθετικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην οροθεσία. 2. αυτός που καθορίζει τα σύνορα χώρας ή περιοχής: Οροθετική γραμμή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»