-
1 Olympia
Ὀλυμπία,ἡ.At Olympia: Ar. and P. Ὀλυμπίασι.To Olympia: P. Ὀλυμπίαζε.Olympic, adj.: Ὀλυμπικός, Ὀλυμπιακός (Thuc.).Olympic games: Ὀλύμπια, τά.A victor in the Olympic games: Ὀλυμπιονίκης, -ου, ὁ.An Olympiad (period of four years between each celebration of the games): Ὀλυμπιάς, -άδος, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Olympia
-
2 олимпийский
олимпийский ολυμπιακός \олимпийскийие игры οι Ολυμπιακοί Αγώνες· τα Ολύμπια (в древней Греции)' \олимпийский чемпион о ολυμπιονίκης· \олимпийский огонь η ολυμπιακή φλόγα· \олимпийскийая медаль το ολυμπιακό μετάλλιο· \олимпийскийая эмблема το ολυμπιακό έμβλημα· \олимпийскийая деревня το ολυμπιακό χωριό* * *Олимпи́йские и́гры — οι Ολυμπιακοί Αγώνες; τα Ολύμπια ( в Древней Греции)
олимпи́йский чемпио́н — ο ολυμπιονίκης
олимпи́йский ого́нь — η ολυμπιακή φλόγα
олимпи́йская меда́ль — το ολυμπιακό μετάλλιο
олимпи́йская эмбле́ма — το ολυμπιακό έμβλημα
олимпи́йская дере́вня — το ολυμπιακό χωριό
-
3 олимпийский
олимп||и́йскийприл ὁλυμπιακός:\олимпийскийййские игры а) о£ ὁλυμπιακοί ἀγῶνες, б) τά ὁλύμπια (в древней Греции)· ◊ \олимпийскийи́йское спокойствие ἡ ὀλυμπία ἀταραξία. -
4 олимпийский
επ.ολύμπιος•олимпийский бог ολύμπιος θεός•
-ое спокойство ολύμπια ηρεμία (αταραξία).
εκφρ.- ие игры – ολυμπιακοί αγώνες• τα ολύμπια. -
5 Victor
subs.Victor in the Olympian games: P. Ὀλυμπιονίκης, ὁ.Be victor in the Olympian games, v.: P. Ὀλύμπια νικᾶν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Victor
См. также в других словарях:
Ὀλυμπία — Ὀλυμπίᾱ , Ὀλυμπία Olympia fem nom/voc/acc dual Ὀλυμπίᾱ , Ὀλυμπία Olympia fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Ὀλυμπίᾱ , Ὀλυμπίας the WNW. wind masc nom/voc/acc dual Ὀλυμπίας the WNW. wind masc voc sg Ὀλυμπίᾱ , Ὀλυμπίας the WNW. wind masc voc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλυμπία — ὀλυμπίᾱ , Ὀλυμπίας the WNW. wind masc nom/voc/acc dual Ὀλυμπίας the WNW. wind masc voc sg ὀλυμπίᾱ , Ὀλυμπίας the WNW. wind masc voc sg (attic) ὀλυμπίᾱ , Ὀλυμπίας the WNW. wind masc gen sg (doric aeolic) Ὀλυμπίας the WNW. wind masc nom sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀλύμπια — Olympia neut nom/voc/acc pl Ὀλύμπιος Olympian neut nom/voc/acc pl Ὀλυμπιεῖον temple of Olympian Zeus neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ὀλυμπίᾳ — Ὀλυμπίαι , Ὀλυμπία Olympia fem nom/voc pl Ὀλυμπίᾱͅ , Ὀλυμπία Olympia fem dat sg (attic doric aeolic) Ὀλυμπίαι , Ὀλυμπίας the WNW. wind masc nom/voc pl Ὀλυμπίᾱͅ , Ὀλυμπίας the WNW. wind masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ολυμπία — Sp Olimpija Ap Ολυμπία/Olympia L PV Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
ὀλυμπίᾳ — ὀλυμπίαι , Ὀλυμπίας the WNW. wind masc nom/voc pl ὀλυμπίᾱͅ , Ὀλυμπίας the WNW. wind masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀλυμπιά — Ὀλυμπιάς Olympian fem voc sg Ο)λυμπιάς Olympian fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αρχαία Ολυμπία — Sp Archėja Olimpijà Ap Αρχαία Ολυμπία/Archaia Olympia L PV Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Αρχαία Ολυμπία — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 1.286 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται Α του Πύργου και σε απόσταση περίπου 23 χλμ. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου … Dictionary of Greek