-
1 οικονομικός
[икономикос] επ. экономический,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > οικονομικός
-
2 экономический
οικονομικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экономический
-
3 экономичный
οικονομικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экономичный
-
4 финансовый
οικονομικόςχρηματιστικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > финансовый
-
5 советник
ο σύμβουλοςэкономический - см.финансовый -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > советник
-
6 финансист
1. (специалист по ведению финансовых операций) о ειδικός στα θέματα χρηματοδότησης, ο οικονομικός παράγοντας, ο χρηματοδότης 2. (специалист по теории финансов) о καθηγητής-ειδικός στη διδασκαλία της θεωρίας της χρηματοδότησης, ο οικονομολόγος 3. (человек, ведущий крупные денежные операции) о χρηματοδότης, ο επιχειρηματίας/επαγγελ-ματίας που ασχολείται και πραγματοποιεί μεγάλες χρηματοδοτήσεις, ο οικονομικός παράγοντας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > финансист
-
7 экономист
эк. о οικονομολόγος, о οικονομικόςглавный - ο γενικός οικονομικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экономист
-
8 блокада
блокада ж о αποκλεισμός,, το μπλοκάρισμα экономичес кая \блокада ο οικονομικός απο κλεισμός* * *жο αποκλεισμός, το μπλοκάρισμαэкономи́ческая блока́да — ο οικονομικός αποκλεισμός
-
9 финансовый
-
10 экономический
экономический 1) οικονομικός 2) (относящийся к науке ) οικονομολογικός* * *1) οικονομικός2) ( относящийся к науке) οικονομολογικός -
11 экономичный
-
12 финансовый
финансов||ыйприл οἰκονομικός, οἰκονομολογικός, χρηματιστικός:\финансовыйая система τό οίκο νομικό σύστημα· \финансовый капитал τό χρηματιστικό κεφάλαιο· \финансовыйые круги́ οἱ οἰκονομικοί κύκλοι· \финансовый контроль ὁ οίκονομικός ἔλεγχος. -
13 хозяйственный
επ., βρ: -вен, -венна, -о;1. οικονομικός•-ые успехи οικονομικές επιτυχίες•
-ая жизнь страны η οικονομική ζωή της χώρας•
-ое управление οικονομική διεύθυνση.
2. οικοκυρικός, ο ικιακός,. οικιακής χρήσης•хозяйственный магазин μαγαζί ειδών οικιακής χρήσης•
-ое мыло σαπούνι πλυσίματος ρούχων•
-инвентарь οικιακά σκεύη.
3. ορθολογιστικός-οικονομικός.4. νο ικοκύρ ικος • νοικοκυρεμένος.5. εξουσιαστικός, διατακτικός•хозяйственный тон διατακτικός τόνος (όπως του αφέντη).
-
14 блокада
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > блокада
-
15 директор
I.(руководитель) о διευθυντήςII.(многовибраторной антенны) ο οδηγός της ράβδου ή σύρμα της κεραίας μήκους περίπου Vi του μήκους των κυμάτων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > директор
-
16 отчет
ο απολογισμός, η αναφορά, η έκθεσηгодовой - η ετήσια έκθεση, ετήσιος -ежегодный - η ετήσια έκθεση, ετήσιος -периодический - η περιοδική αναφορά/έκθεσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отчет
-
17 планирование
I. 1. (составление плана или проекта постройки, сооружения и т.п.) η σχεδίαση, ο σχεδιασμός 2. (расположение чего-л. согласно чертежу, плану) η σχεδίαση 3. (составление плана каких-л. мероприятий, развития чего-л.) το πρόγραμμα, το σχέδιο 4. эк. о σχεδιασμ/ός, ο προγραμματισμός II. ав. η ανεμοπορία, η ανεμοπλοία, η ομαλή κάθοδος με σβηστό κινητήρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > планирование
-
18 показатель
1. тех. ο δείκτης, ο συντελεστής- адиабаты αδιαβατικός -, αδιά-θερμος -водородный - το δυναμικό /η δύναμη του υδρογόνου, το (pH)- преломления относительный - της διάθλασης, σχετικός2. мат. о εκθέτης 3. (то, по чемуможно судить ο развитии, ходе чего-л.) ηένδειξη, η κατάδειξη, το δείγμα, το μέτρο, τοκριτήριο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > показатель
-
19 посредник
ο μεσίτ/ης, ο μεσολαβητής, ο μεσάζωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > посредник
-
20 эмбарго
эк. о οικονομικός αποκλεισμόςη απαγόρευσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > эмбарго
См. также в других словарях:
οἰκονομικός — practised in the management of a household masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικονομικός — ή, ό θηλ. και ιά (ΑΜ οἰκονομικός, ή, όν) [οικονόμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικονομία (α. «οικονομική μελέτη» β. «η οικονομική κατάσταση όσο πάει και χειροτερεύει») 2. (για πρόσ.) συντηρητικός στις δαπάνες του, φειδωλός, λιτός… … Dictionary of Greek
οικονομικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικονομία ή τα οικονομικά: Οικονομική Εφορεία. 2. αυτός που κοστίζει λίγο, ο φτηνός: Η ζωή στην επαρχία είναι πιο οικονομική. 3. (ουσ.) οικονομική, η οικονομολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οικονομικός κύκλος — Σειρά εναλλασσόμενων φάσεων ανάπτυξης και συστολής της οικονομικής δραστηριότητας από άποψη κέρδους και απασχόλησης. Για πρώτη φορά στην οικονομική φιλολογία διατύπωσε σκέψεις σχετικά με τον ο.κ., το 1828, ο Ουίλαρντ Φίλιπς· μόνο όμως το 1860… … Dictionary of Greek
οἰκονομικά — οἰκονομικός practised in the management of a household neut nom/voc/acc pl οἰκονομικά̱ , οἰκονομικός practised in the management of a household fem nom/voc/acc dual οἰκονομικά̱ , οἰκονομικός practised in the management of a household fem nom/voc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκονομικώτερον — οἰκονομικός practised in the management of a household adverbial comp οἰκονομικός practised in the management of a household masc acc comp sg οἰκονομικός practised in the management of a household neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκονομικῶν — οἰκονομικός practised in the management of a household fem gen pl οἰκονομικός practised in the management of a household masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκονομικόν — οἰκονομικός practised in the management of a household masc acc sg οἰκονομικός practised in the management of a household neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκονομικώτατα — οἰκονομικός practised in the management of a household adverbial superl οἰκονομικός practised in the management of a household neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκονομικώτατον — οἰκονομικός practised in the management of a household masc acc superl sg οἰκονομικός practised in the management of a household neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγαλτέρω — Οικονομικός όρος που προέρχεται από τη βενετσιάνικη φράση dar a galder (= δίνω για επικαρπία). Λέγεται και αγαλτιέρω, αγαλτέρνω και γαλτέρνω. Στη Βενετία χρησιμοποιούσαν και την έκφραση istromento a galder. Η επικαρπία κτήματος δίνεται για… … Dictionary of Greek