Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ξυστά

  • 1 миновать

    ную, -нуешь,
    επιρ. μτχ. минуя ρ.σ.
    1. δ.κ.σ. προσπερνώ, παρέρχομαι, περνώ δίπλα ή αφήνω πίσω μου•

    миновать прохожего προσπερνώ το διαβάτη•

    миновать деревню προσπερνώ το χωριό.

    || περνώ ξυστά, πάρα πολύ σιμά•

    пуля -ла мозг η σφαίρα πέρασε ξυστά στο μυαλό.

    2. διαφεύγω, ξεφεύγω γλυτώνω•

    они едва -ли гибели αυτοί μόλις γλύτωσαν από το θάνατο•

    не миновать тебе выговора δε θα ξεφύγεις από την τιμωρία.

    3. τελειώνω, λήγω, περνώ•

    -ло лето πέρασε το καλοκαίρι•

    опасность -ла ο κίνδυνος πέρασε.

    4. κλείνω, συμπληρώνω.
    εκφρ.
    -уя – αποφεύγοντας παρακάμπτοντας•
    миновать подробности – αποφεύγοντας τις λεπτομέρειες.
    τελειώνω, λήγω, περνώ.

    Большой русско-греческий словарь > миновать

  • 2 бреющий

    бреющий
    прил:
    \бреющий полет ое; πτήση σέ ἐλάχιστο ὕψος (ξυστά).

    Русско-новогреческий словарь > бреющий

  • 3 полет

    полет
    м ἡ πτήση [-ις] / τό πέταγμα (тж. перен):
    \полет птиц τό πέταγμα τῶν πουλιών слепой \полет ἀβ. ἡ τυφλή πτήση· с бреющего \полета πετώντας ξυστά· во время \полета ἐν πτήσει, κατά τήν πτήσιν ◊ \полет мысли τό πέταγμα τῆς σκέψης· с птичьего \полета ἀπό ψηλά, ἐξ ἀπόπτου.

    Русско-новогреческий словарь > полет

  • 4 царапина

    царап||ина
    ж ἡ γρα-τσουνιά, ἡ τσουγγρανιά, ἡ ἀμυχή/ ἡ ξυστά, ἡ ξυσιματιά (на вещи).

    Русско-новогреческий словарь > царапина

  • 5 graze

    [ɡreiz] I verb
    ((of animals) to eat grass etc which is growing.) βοσκώ
    II 1. verb
    1) (to scrape the skin from (a part of the body): I've grazed my knee on that stone wall.) γδέρνω
    2) (to touch lightly in passing: The bullet grazed the car.) ξύνω, περνώ ξυστά
    2. noun
    (the slight wound caused by grazing a part of the body: a graze on one's knee.) γρατζουνιά

    English-Greek dictionary > graze

  • 6 scrape

    [skreip] 1. verb
    1) (to rub against something sharp or rough, usually causing damage: He drove too close to the wall and scraped his car.) ξύνω,(ξε)γδέρνω
    2) (to clean, clear or remove by rubbing with something sharp: He scraped his boots clean; He scraped the paint off the door.) καθαρίζω ξύνοντας
    3) (to make a harsh noise by rubbing: Stop scraping your feet!) τρίβω με τραχύ ηχο,τρίζω
    4) (to move along something while just touching it: The boat scraped against the landing-stage.) περνώ ξυστά
    5) (to make by scraping: The dog scraped a hole in the sand.) ανοίγω με τα νύχια
    2. noun
    1) (an act or sound of scraping.) ξύσιμο,γρατσούνισμα
    2) (a mark or slight wound made by scraping: a scrape on the knee.) γδάρσιμο,ξέγδαρμα
    3) (a situation that may lead to punishment: The child is always getting into scrapes.) μπλέξιμο
    - scrape the bottom of the barrel
    - scrape through
    - scrape together/up

    English-Greek dictionary > scrape

  • 7 shave

    [ʃeiv] 1. verb
    1) (to cut away (hair) from (usually oneself) with a razor: He only shaves once a week.) ξυρίζω,-ομαι
    2) ((sometimes with off) to scrape or cut away (the surface of wood etc): The joiner shaved a thin strip off the edge of the door.) πλανίζω
    3) (to touch lightly in passing: The car shaved the wall.) περνώ ξυστά
    2. noun
    ((the result of) an act of shaving.) ξύρισμα
    - shavings

    English-Greek dictionary > shave

  • 8 skim

    [skim]
    past tense, past participle - skimmed; verb
    1) (to remove (floating matter, eg cream) from the surface of (a liquid): Skim the fat off the gravy.) ξαφρίζω
    2) (to move lightly and quickly over (a surface): The skier skimmed across the snow.) περνώ ξυστά
    3) (to read (something) quickly, missing out parts: She skimmed (through) the book.) διαβάζω στα πεταχτά
    - skimmed milk

    English-Greek dictionary > skim

  • 9 резать

    режу, режешь, μτχ. ενεστ. режущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. резанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. κόβω, τέμνω•

    резать хлеб κόβω ψωμί•

    резать мясо κόβω κρέας•

    резать металл κόβω μέταλλο.

    || διαχωρίζω•

    дорога режет поле ο δρόμος κόβει το χωράφι.

    || αυλακώνω•

    лодка режет воду η βάρκα αυλακώνει το νερό.

    2. σχίζω, ανοίγω, εγχειρίζω•

    его сегодня режут в больнице σήμερα θα τον εγχειρήσουν στο νοσοκομείο•

    резать нарыв σχίζω το απόστημα.

    3. αμ. κόβω•

    нож не режет το μαχαίρι δεν κόβει.

    4. σφάζω•

    резать кур σφάζω τις κότες.

    || κατασχίζω, κατασπαράζω•

    резать волк режет скотину ο λύκος κατασπαράζει τα ζώα.

    5. βλ. вырезать (2 σημ.).
    6. βλ. гравировать.
    7. προξενώ οξύ πόνο•

    ветер режет лицо ο αέρας ξυρίζει (το πρόσωπο)•

    вервка режет руку η τριχιά κόβει το χέρι•

    в желудке мне режет με σφάζει στο στομάχι.

    || μτφ. κατατρύχω, βασανίζω•

    резать в сердце βασανίζω την καρδιά, λυπώ κατάκαρδα•

    резать сознание τύπτω τη συνείδηση.

    8. απορρίπτω•

    резать на экзаменах κόβω στις εξετάσεις.

    9. λέγω ορθά-κοφτά, νέτα-σκέτα, απερίφραστα.
    10. Χρησιμοποιείται αντί άλλων ρημάταν με σημ.
    επιτακτική•

    так и режет, так и режет! και λέει και λέει! κόβει η γλώσσα του!•

    режу в середину χτυπώ στη μέση (στο κέντρο)•

    пулемт режет το πολυβόλο θερίζει•

    свет режет в глаза το φως χτυπά κατάματα.

    11. μτφ. δυσχεραίνω άκρως, πνίγω.
    12. (αθλτ.) χτυπώ ξυστά.
    εκφρ.
    резать глаза ή глаз – χτυπώ στα μάτια άσχημα, κάνω κακή εντύπωση.
    1. κόβομαι.
    2. βλ. прорезаться (2 σημ.).
    3. αλλη-λομαχαιρώνομαι.
    4. χαρτοπαίζω, το ρίχνω στα χαρτιά.
    5. βλ. κλπ. ρ. μ. (εκτός 10, 11 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > резать

  • 10 скользнуть

    ρ.σ.
    1. βλ. скользить.
    (για σφαίρα, θραύσμα βλήματος κ.τ.τ.)• τραυματίζω ελαφρά, ξυστά.
    2. γλιστρώ, τρυπώνω, περνώ γρήγορα• κρύβομαι επιτήδεια.

    Большой русско-греческий словарь > скользнуть

  • 11 царапнуть

    ρ.σ.μ.
    1. βλ. царапать (1 σημ.).
    2. (απλ.)• τραυματίζω ελαφρά, ξυστά.

    Большой русско-греческий словарь > царапнуть

См. также в других словарях:

  • ξυστά — επίρρ. τοπ., από πολύ κοντά, ξώπετσα, ξώδερμα, ξέσκουρα, ξώφαλτσα: Η σφαίρα πέρασε ξυστά από το κεφάλι μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξυστά — επίρρ. βλ. ξυστός …   Dictionary of Greek

  • ξυστά — ξυστόν shaved neut nom/voc/acc pl ξυστός 1 shaved neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυστάσει — ξυστά̱σει , συνίστημι BJ Prooem. aor subj act 3rd sg (epic doric) ξυστά̱σει , συνίστημι BJ Prooem. fut ind mid 2nd sg (doric) ξυστά̱σει , συνίστημι BJ Prooem. fut ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυστασῶν — ξυστᾱσῶν , συνίστημι BJ Prooem. aor part act fem gen pl ξυστᾱσῶν , συνίστημι BJ Prooem. fut part act masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυστάσεις — ξυστά̱σεις , συνίστημι BJ Prooem. aor subj act 2nd sg (epic doric) ξυστά̱σεις , συνίστημι BJ Prooem. fut ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυστάς — ξυστά̱ς , συνίστημι BJ Prooem. aor part act masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυστάσης — ξυστά̱σης , συνίστημι BJ Prooem. aor part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυστός — Πάπας της Ρώμης. Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και της Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αθήνα. Ήταν πολύ μορφωμένος και έγινε πάπας Ρώμης με το όνομα Σίξτος B’ (257 – 258). Αναφέρεται ότι μαρτύρησε στις 6 Αυγούστου επί Δεκίου (249 –… …   Dictionary of Greek

  • γράβδην — επίρρ. (Μ) [γράφω] ξυστά, γρατζουνιστά …   Dictionary of Greek

  • επιγράβδην — ἐπιγράβδην (Α) επίρρ. 1. ξυστά, εξώδερμα («τῷ δ ἑτέρῳ μιν πῆχυν ἐπιγράβδην βάλε χειρὸς δεξιτερῆς», Ομ. Ιλ.) 2. με μορφή γραμμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γράβ δην (< γράφω)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»