-
1 миновать
ную, -нуешь,επιρ. μτχ. минуя ρ.σ.1. δ.κ.σ. προσπερνώ, παρέρχομαι, περνώ δίπλα ή αφήνω πίσω μου•миновать прохожего προσπερνώ το διαβάτη•
миновать деревню προσπερνώ το χωριό.
|| περνώ ξυστά, πάρα πολύ σιμά•пуля -ла мозг η σφαίρα πέρασε ξυστά στο μυαλό.
2. διαφεύγω, ξεφεύγω γλυτώνω•они едва -ли гибели αυτοί μόλις γλύτωσαν από το θάνατο•
не миновать тебе выговора δε θα ξεφύγεις από την τιμωρία.
3. τελειώνω, λήγω, περνώ•-ло лето πέρασε το καλοκαίρι•
опасность -ла ο κίνδυνος πέρασε.
4. κλείνω, συμπληρώνω.εκφρ.-уя – αποφεύγοντας παρακάμπτοντας•миновать подробности – αποφεύγοντας τις λεπτομέρειες.τελειώνω, λήγω, περνώ. -
2 бреющий
бреющийприл:\бреющий полет ое; πτήση σέ ἐλάχιστο ὕψος (ξυστά). -
3 полет
полетм ἡ πτήση [-ις] / τό πέταγμα (тж. перен):\полет птиц τό πέταγμα τῶν πουλιών слепой \полет ἀβ. ἡ τυφλή πτήση· с бреющего \полета πετώντας ξυστά· во время \полета ἐν πτήσει, κατά τήν πτήσιν ◊ \полет мысли τό πέταγμα τῆς σκέψης· с птичьего \полета ἀπό ψηλά, ἐξ ἀπόπτου. -
4 царапина
царап||инаж ἡ γρα-τσουνιά, ἡ τσουγγρανιά, ἡ ἀμυχή/ ἡ ξυστά, ἡ ξυσιματιά (на вещи). -
5 graze
[ɡreiz] I verb((of animals) to eat grass etc which is growing.) βοσκώII 1. verb1) (to scrape the skin from (a part of the body): I've grazed my knee on that stone wall.) γδέρνω2) (to touch lightly in passing: The bullet grazed the car.) ξύνω, περνώ ξυστά2. noun(the slight wound caused by grazing a part of the body: a graze on one's knee.) γρατζουνιά -
6 scrape
[skreip] 1. verb1) (to rub against something sharp or rough, usually causing damage: He drove too close to the wall and scraped his car.) ξύνω,(ξε)γδέρνω2) (to clean, clear or remove by rubbing with something sharp: He scraped his boots clean; He scraped the paint off the door.) καθαρίζω ξύνοντας3) (to make a harsh noise by rubbing: Stop scraping your feet!) τρίβω με τραχύ ηχο,τρίζω4) (to move along something while just touching it: The boat scraped against the landing-stage.) περνώ ξυστά5) (to make by scraping: The dog scraped a hole in the sand.) ανοίγω με τα νύχια2. noun1) (an act or sound of scraping.) ξύσιμο,γρατσούνισμα2) (a mark or slight wound made by scraping: a scrape on the knee.) γδάρσιμο,ξέγδαρμα3) (a situation that may lead to punishment: The child is always getting into scrapes.) μπλέξιμο•- scraper- scrape the bottom of the barrel
- scrape through
- scrape together/up -
7 shave
[ʃeiv] 1. verb1) (to cut away (hair) from (usually oneself) with a razor: He only shaves once a week.) ξυρίζω,-ομαι2) ((sometimes with off) to scrape or cut away (the surface of wood etc): The joiner shaved a thin strip off the edge of the door.) πλανίζω3) (to touch lightly in passing: The car shaved the wall.) περνώ ξυστά2. noun((the result of) an act of shaving.) ξύρισμα- shaven- shavings -
8 skim
[skim]past tense, past participle - skimmed; verb1) (to remove (floating matter, eg cream) from the surface of (a liquid): Skim the fat off the gravy.) ξαφρίζω2) (to move lightly and quickly over (a surface): The skier skimmed across the snow.) περνώ ξυστά3) (to read (something) quickly, missing out parts: She skimmed (through) the book.) διαβάζω στα πεταχτά•- skimmed milk -
9 резать
режу, режешь, μτχ. ενεστ. режущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. резанный, βρ: -зан, -а, -оρ.δ.μ.1. κόβω, τέμνω•резать хлеб κόβω ψωμί•
резать мясо κόβω κρέας•
резать металл κόβω μέταλλο.
|| διαχωρίζω•дорога режет поле ο δρόμος κόβει το χωράφι.
|| αυλακώνω•лодка режет воду η βάρκα αυλακώνει το νερό.
2. σχίζω, ανοίγω, εγχειρίζω•его сегодня режут в больнице σήμερα θα τον εγχειρήσουν στο νοσοκομείο•
резать нарыв σχίζω το απόστημα.
3. αμ. κόβω•нож не режет το μαχαίρι δεν κόβει.
4. σφάζω•резать кур σφάζω τις κότες.
|| κατασχίζω, κατασπαράζω•резать волк режет скотину ο λύκος κατασπαράζει τα ζώα.
5. βλ. вырезать (2 σημ.).6. βλ. гравировать.7. προξενώ οξύ πόνο•ветер режет лицо ο αέρας ξυρίζει (το πρόσωπο)•
вервка режет руку η τριχιά κόβει το χέρι•
в желудке мне режет με σφάζει στο στομάχι.
|| μτφ. κατατρύχω, βασανίζω•резать в сердце βασανίζω την καρδιά, λυπώ κατάκαρδα•
резать сознание τύπτω τη συνείδηση.
8. απορρίπτω•резать на экзаменах κόβω στις εξετάσεις.
9. λέγω ορθά-κοφτά, νέτα-σκέτα, απερίφραστα.10. Χρησιμοποιείται αντί άλλων ρημάταν με σημ.επιτακτική•так и режет, так и режет! και λέει και λέει! κόβει η γλώσσα του!•
режу в середину χτυπώ στη μέση (στο κέντρο)•
пулемт режет το πολυβόλο θερίζει•
свет режет в глаза το φως χτυπά κατάματα.
11. μτφ. δυσχεραίνω άκρως, πνίγω.12. (αθλτ.) χτυπώ ξυστά.εκφρ.резать глаза ή глаз – χτυπώ στα μάτια άσχημα, κάνω κακή εντύπωση.1. κόβομαι.2. βλ. прорезаться (2 σημ.).3. αλλη-λομαχαιρώνομαι.4. χαρτοπαίζω, το ρίχνω στα χαρτιά.5. βλ. κλπ. ρ. μ. (εκτός 10, 11 σημ.). -
10 скользнуть
ρ.σ.1. βλ. скользить.(για σφαίρα, θραύσμα βλήματος κ.τ.τ.)• τραυματίζω ελαφρά, ξυστά.2. γλιστρώ, τρυπώνω, περνώ γρήγορα• κρύβομαι επιτήδεια. -
11 царапнуть
ρ.σ.μ.1. βλ. царапать (1 σημ.).2. (απλ.)• τραυματίζω ελαφρά, ξυστά.
См. также в других словарях:
ξυστά — επίρρ. τοπ., από πολύ κοντά, ξώπετσα, ξώδερμα, ξέσκουρα, ξώφαλτσα: Η σφαίρα πέρασε ξυστά από το κεφάλι μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυστά — επίρρ. βλ. ξυστός … Dictionary of Greek
ξυστά — ξυστόν shaved neut nom/voc/acc pl ξυστός 1 shaved neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυστάσει — ξυστά̱σει , συνίστημι BJ Prooem. aor subj act 3rd sg (epic doric) ξυστά̱σει , συνίστημι BJ Prooem. fut ind mid 2nd sg (doric) ξυστά̱σει , συνίστημι BJ Prooem. fut ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυστασῶν — ξυστᾱσῶν , συνίστημι BJ Prooem. aor part act fem gen pl ξυστᾱσῶν , συνίστημι BJ Prooem. fut part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυστάσεις — ξυστά̱σεις , συνίστημι BJ Prooem. aor subj act 2nd sg (epic doric) ξυστά̱σεις , συνίστημι BJ Prooem. fut ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυστάς — ξυστά̱ς , συνίστημι BJ Prooem. aor part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυστάσης — ξυστά̱σης , συνίστημι BJ Prooem. aor part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυστός — Πάπας της Ρώμης. Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και της Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αθήνα. Ήταν πολύ μορφωμένος και έγινε πάπας Ρώμης με το όνομα Σίξτος B’ (257 – 258). Αναφέρεται ότι μαρτύρησε στις 6 Αυγούστου επί Δεκίου (249 –… … Dictionary of Greek
γράβδην — επίρρ. (Μ) [γράφω] ξυστά, γρατζουνιστά … Dictionary of Greek
επιγράβδην — ἐπιγράβδην (Α) επίρρ. 1. ξυστά, εξώδερμα («τῷ δ ἑτέρῳ μιν πῆχυν ἐπιγράβδην βάλε χειρὸς δεξιτερῆς», Ομ. Ιλ.) 2. με μορφή γραμμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γράβ δην (< γράφω)] … Dictionary of Greek