-
1 Beard
subs.Have a beard, v.: Ar. and P. γενειᾶν.Begin to have a beard, v.: P. γενειάσκειν.——————v. trans.Beard the lion: P. ξυρεῖν λέοντα (Plat., Rep. 341C).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Beard
См. также в других словарях:
ξυρώ — ξυρῶ, έω και άω (Α) [ξυρόν] 1. αφαιρώ τις τρίχες με ξυράφι, ξυρίζω (α. «ξηρᾱν τὰ γένεια τῶν Μακεδόνων», Πλούτ. β. «σὺ δ εὐπρόσωπος, λευκὸς ἐξυρημένος», Αριστοφ.) 2. μέσ. ξυρῶμαι, άομαι ξυρίζω τον εαυτό μου, ξυρίζομαι 3. παροιμ. α) «ξυρεῑ γὰρ ἐν… … Dictionary of Greek