-
1 ξεμανίκωτος
η, ο1) без рукавов; 2) засучивший рукава; с засученными рукавами, с голыми руками
См. также в других словарях:
ξεμανίκωτος — η, ο [ξεμανικώνω] 1. (για ένδυμα) αυτός που δεν έχει μανίκια («μπλούζα ξεμανίκωτη») 2. (για πρόσ.) αυτός που φορά ρούχα χωρίς μανίκια ή αυτός που έχει σηκωμένα τα μανίκια του, ανασκουμπωμένος … Dictionary of Greek
ξεμανίκωτος — η, ο αυτός που φορεί ρούχο χωρίς μανίκια ή έχει ανασηκωμένα τα μανίκια του, ανασκουμπωμένος, ξεμπράτσωτος: Το καλοκαίρι οι άνθρωποι γυρίζουν ξεμανίκωτοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμανίκωτος — η, ο (Μ ἀμανίκωτος) [μανίκιον] αυτός που δεν έχει μανίκια, που έχει γυμνά τα χέρια, ξεμανίκωτος … Dictionary of Greek
ξεμπράτσωτος — η, ο αυτός που έχει γυμνά τα μπράτσα, που φορεί ρούχο χωρίς μανίκια, ξεμανίκωτος, ανασκουμπωμένος: Μας ήρθε ξεμπράτσωτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)