-
1 влажный
вла́жн||ыйприл1. (сырой) ὑγρός:\влажныйая почва (климат) τό ὑγρό Εδαφος (κλίμα)· \влажныйый ветер ὁ νοτερός ἄνεμος·2. (покрытый испариной) νοτισμένος' ◊ \влажныйые глаза τά ὑγρά μάτια. -
2 отсырелый
отсыре||лыйприл ὑγρός, νοτερός, ὀγ-ρός. -
3 промозглый
промозглыйприл ὑγρός, νοτισμένος, νοτερός. -
4 влажный
επ., βρ: -жен, -жна, -жноυγρός, νοτερός, νότιος•-ая почва υγρό έδαφος.
|| δακρυσμένος•-ые глаза δακρυσμένα μάτια.
-
5 мокрый
επ., βρ: мокр, мокра, мокро υγρός, νοτερός, μουσκεμένος, βρεγμένος. || βροχερός•погода -ая καιρός βροχερός.
εκφρ.-ое место останется от кого; -го места не останется от кого – δε θα μείνει τίποτε (απειλή). -
6 мочливый
επ., βρ: -лив, -а, -о(διαλκ.) υγρός, νοτερός• βρεγμένος, μουσκεμένος. || (για καιρό) βροχερός. -
7 отсырелый
επ.υγρός, νοτερός. -
8 потный
επ., βρ: -ген -тна -тно.1. ιδρωμένος•-ое лицо ιδρωμένο πρόσωπο•
очень потный καταϊδρωμένος, κάθιδρος.
2. καλυμμένος από λεπτές υδροσταγόνες•-не сткла ιδρωμένα τζάμια.
3. παλ. υγρός νοτερός.
См. также в других словарях:
νοτερός — damp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοτερός — ή, ό (ΑΜ νοτερός, ά, όν) γεμάτος υγρασία, υγρός (α. «κλίμα νοτερό» β. «ὁπότε χειμὼν εἴη νοτερός», Θουκ.) μσν. (για λειτουργία σώματος) αυτός που χαρακτηρίζεται από εκκρίσεις υγρών αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ νοτερόν η υγρασία. επίρρ... νοτερά με… … Dictionary of Greek
νοτερά — νοτερός damp neut nom/voc/acc pl νοτερά̱ , νοτερός damp fem nom/voc/acc dual νοτερά̱ , νοτερός damp fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοτερώτερον — νοτερός damp adverbial comp νοτερός damp masc acc comp sg νοτερός damp neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοτερῶν — νοτερός damp fem gen pl νοτερός damp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοτερόν — νοτερός damp masc acc sg νοτερός damp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοτεραῖς — νοτερός damp fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοτεραί — νοτερός damp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοτεροῖς — νοτερός damp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοτεροῖσι — νοτερός damp masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοτεροί — νοτερός damp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)