-
1 Childbed
subs.The pains of childbed: V. ὠδίς, ἡ, λόχια νοσήματα, τά.A woman who has just been in childbed: Ar. and V. λεχώ, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Childbed
-
2 Labour
subs.It is labour lost to: V. πόνος περισσός ἐστι (infin.) (Soph., Ant. 780).With labour: see Laboriously.Industry: P. φιλοπονία, ἡ, φιλεργία, ἡ.Exertion: P. and V. σπουδή, ἡ.Child-bed: P. and V. λοχεία, ἡ (Plat.), τόκος, ὁ, or pl. (Plat.), V. λοχεύματα, τά, ὠδίς, ἡ, γονή, ἡ.The pangs of labour: V. λόχια νοσήματα, τά, ὠδίς, ἡ.A woman who has just been in labour: Ar. and V. λεχώ, ἡ.——————v. intrans.Do work: B. δημιουργεῖν.All the folk who labour with their hands: V. πᾶς ὁ χειρῶναξ λεώς (Soph., frag.).I fear I may seem to be troubling you by labouring a point that is only too obvious: P. δέδοικα μὴ λίαν ὁμολογούμενα λέγων ἐνοχλεῖν ὑμῖν δόξω (Isae. 72, 33).Be distressed: P. and V. κάμνειν, πονεῖν, ταλαιπωρεῖν, Ar. and P. ταλαιπωρεῖσθαι (pass.), P. πονεῖσθαι (pass.), V. μογεῖν.When the ship labours with the sea waves: V. νεὼς καμούσης ποντίῳ πρὸς κύματι (Æsch., Theb. 210).Labour at: P. and V. ἐργάζεσθαι (acc.), σπουδάζειν (acc.), διαπονεῖν (acc.), V. πονεῖν (acc.) (rare P.), μοχθεῖν (acc.).Labour out: P. and V. ἐκπονεῖν (or mid.) (acc.), ἐξεργάζεσθαι (acc.), διαπονεῖν (or mid.) (acc.), V. ἐκμοχθεῖν (acc.). Ar. and P. ἀπεργάζεσθαι (acc.).You labour under the worst kind of ignorance: P. ἀμαθίᾳ συνοικεῖς τῇ αἰσχίστῃ (Plat., Alc. I 118B).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Labour
-
3 Travail
subs.Labour: P. and V. λοχεία, ἡ (Plat.), τόκος, ὁ (or pl.) (Plat.), V. λοχεύματα, τά, ὠδίς, ἡ, γονή, ἡ. met., see Distress.The pangs of travail: V. λόχια νοσήματα, τά, ὠδίς, ἡ.A woman who has just been in travail: Ar. and V. λεχώ, ἡ.——————v. intrans.Be in labour: P. and V. ὠδίνειν (Plat.), V. λοχεύεσθαι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Travail
См. также в других словарях:
νοσήματα — νόσημα disease neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφροδίσια νοσήματα — Έτσι ονομάζονται κυρίως οι τρεις μολυσματικές ασθένειες σύφιλη, βλεννόρροια και μαλακό έλκος που προσβάλλουν συνήθως το ουρογεννητικό σύστημα και μεταδίδονται με τη συνουσία. Στα α.ν. κατατάσσονται ακόμη και τα κονδυλώματα, ο έρπις των γεννητικών … Dictionary of Greek
νοσήμαθ' — νοσήματα , νόσημα disease neut nom/voc/acc pl νοσήματι , νόσημα disease neut dat sg νοσήματε , νόσημα disease neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσήματ' — νοσήματα , νόσημα disease neut nom/voc/acc pl νοσήματι , νόσημα disease neut dat sg νοσήματε , νόσημα disease neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
παιδιατρική — Κλάδος της ιατρικής ο οποίος ασχολείται με το παιδί. Eίναι επίσης δυνατό να ορισθεί ως η μελέτη της φυσιοπαθολογίας της αύξησης, αφού η λειτουργία της ανάπτυξης του ανθρώπινου οργανισμού σε καμιά άλλη περίοδο της ζωής δεν είναι τόσο έντονη, όσο… … Dictionary of Greek
εγκυμοσύνη — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται η γυναίκα που φέρει στον οργανισμό της ένα ή περισσότερα έμβρυα σε ανάπτυξη. Η ε. αρχίζει με τη γονιμοποίηση και τελειώνει με τον τοκετό. Η ε. αποκαλείται φυσιολογική ή ενδομήτρια, όταν το προϊόν της σύλληψης… … Dictionary of Greek
εμετός — Ακούσια βίαιη κένωση του περιεχομένου του στομάχου, που περνά από τον οισοφάγο και τη στοματική κοιλότητα και προκαλείται από διάφορες αιτίες. Ο ε. δεν είναι νόσημα αλλά σύμπτωμα συχνό σε ορισμένα νοσήματα που διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Ο… … Dictionary of Greek
νανισμός — Ανωμαλία που χαρακτηρίζεται βασικά από μειωμένη ανάπτυξη του ύψους και του βάρους του σώματος, σε σχέση με τον φυσιολογικό μέσο όρο ανάπτυξης που μας παρέχεται από τις στατιστικές για μια ορισμένη φυλή, ηλικία και φύλο. Οι τιμές του αναστήματος… … Dictionary of Greek
τρομός — Σύμπτωμα που μπορεί να συναντηθεί σε διάφορα νοσήματα και συνίσταται σε ακούσιες, ρυθμικές, έντασης και εύρους κινήσεις, που εντοπίζονται σε ένα μόνο μέρος του σώματος ή εκτείνονται σε ολόκληρο το σώμα. Συνηθίζεται η διάκριση σε στατικό τ., που… … Dictionary of Greek
τρόμος — Σύμπτωμα που μπορεί να συναντηθεί σε διάφορα νοσήματα και συνίσταται σε ακούσιες, ρυθμικές, έντασης και εύρους κινήσεις, που εντοπίζονται σε ένα μόνο μέρος του σώματος ή εκτείνονται σε ολόκληρο το σώμα. Συνηθίζεται η διάκριση σε στατικό τ., που… … Dictionary of Greek