-
1 νομαρχιακός
[номархиакос] εκ. относящийся к номарху, к управлению номом, окружной,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > νομαρχιακός
См. также в других словарях:
νομαρχιακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νομαρχία (α. «νομαρχιακό συμβούλιο» β. «νομαρχιακή επιτροπή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < νομαρχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
νομαρχιακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νομάρχη ή στη νομαρχία: Νομαρχιακή περιφέρεια. – Νομαρχιακό συμβούλιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κατριβάνος, Θεόδωρος — (Λεοντάρι Αρκαδίας 1920 –). Δικηγόρος και πολιτικός. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως δικηγόρος στην Αθήνα, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με την πολιτική. Έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση την περίοδο 1941 44 … Dictionary of Greek
Κουτσουλέλος, Δημήτριος — (Ασβέστης Φθιώτιδας 1923 –). Εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Λαμίας και μετεκπαιδεύτηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Υπηρέτησε ως δάσκαλος, διευθυντής δημοτικών σχολείων, επιθεωρητής, νομαρχιακός επιθεωρητής και… … Dictionary of Greek