-
1 корм
кормм ἡ ζωοτροφή, ἡ φορβή, ἡ νομή:подножный \корм ἡ βοσκή, ἡ νομή· задавать \корм скоту́ ταίζω τά ζῶα, δίνω νομή στά ζωα. -
2 корм
-
3 упряжка
-и θ.1. (απλ.) ζεύξη, ζέψιμο.2. ζευγμένα ζώα.3. παλ. διαδρομή από σταθμό σε σταθμό (με ζευγμένα ζώα χωρίς ξεκούραση και χωρίς νομή).(διαλκ.) μια οργωσιά (χωρίς ξεκούραση και χωρίς νομή).(απλ..) βάρδια.4. βλ. упряжь (1 σημ.).εκφρ.быть в -е – είμαι κατάλληλος για ζέψιμο•годиться в -е – κάνω για ζέψιμο. -
4 владение
1. (обладание) η κατοχ/ή, η κυριότητα, η νομή 2. (собственность) η κτήσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > владение
-
5 корм
1. (пища животных) η ζωοτροφή, η φορβή, η νομή брикетированный - πρε-σαριστή - (σε μπρικ)гранулированный - πρεσαριστή - σε γράνουλες/σφαιρίδια2. (кормление) το τάισμα, η ταγή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > корм
-
6 силос
I. 1. (наземное сооружение) το σιλό 2. (подземное сооружение) η υπόγεια αποθήκη/όρυγμα χλωρής (χορτο)νομής. II.(корм для скота) η χλωρή νομή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > силос
-
7 силосование
η (φυσική μικροβιολογική) κονσερβοποίηση της χλωρής (χορτο)νομήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > силосование
-
8 фураж
η νομήη φορβήοι ζωοτροφέςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фураж
-
9 подножный
подножныйприл:\подножный корм ἡ νομή, ἡ βοσκή. -
10 зернофураж
-а α.νομή ξηρών δημητριακών. -
11 корм
-а (-у), προθτ. о корме, на корме κ. на корму, πλθ. корми-ов α.1. ζωοτροφή, φορβή, νομή, τροφή•задавить -у лошадям βάζω τροφή στ άλογα•
давить курам корм ταΐζω τις κότες.
|| (απλ.) τροφή ανθρώπων.2. βλ. кормление. -
12 кормный
επ.1. παλ. παχύς, καλό θρεμμένος.2. πρόσφορος για νομή. -
13 неправомерность
-и θ.παρανομία, -νόμη μα. -
14 подножный
επ.της υπώρειας, των ριζών του βουνού•подножный лес το δάσος στους πρόποδες.
|| ο κάτω από τα πόδια•-ая скамейка το υποπόδιο•
подножный коврик βλ. подножка (3 σημ.).
εκφρ.подножный корм – α) χλωρή νομή, χλωρό χορτάρι, χλω-ρωσιά• βοσκή, β) τροφή σελέμικη (τζάμπα). -
15 рацион
-а α.μερίδα τροφής• σιτηρέσιο•рацион два -а διπλή μερίδα.
|| η νομή.
См. также в других словарях:
νομή — pasturage fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομή — (Νομ.). Η κατοχή (φυσική εξουσίαση) του πράγματος όταν συντρέχει με τη θέληση του εξουσιάζοντος να έχει το πράγμα αυτό δικό του. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις είναι απαραίτητες και αποτελούν το σωματικό (corpus) και το πνευματικό (animus) στοιχείο… … Dictionary of Greek
νομῇ — νομάζω graze fut ind mid 2nd sg (doric) νομάζω graze fut ind act 3rd sg (doric) νομῆι , νομεύς herdsman masc dat sg (epic ionic) νομή pasturage fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομή — η 1. βοσκή, βοσκότοπος, το σύνολο ζωικών τροφών. 2. (νομ.), εξουσία, δικαίωμα και επικαρπία πάνω σε πράγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νομῆι — νομῇ , νομάζω graze fut ind mid 2nd sg (doric) νομῇ , νομάζω graze fut ind act 3rd sg (doric) νομεύς herdsman masc dat sg (epic ionic) νομῇ , νομή pasturage fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομαῖς — νομή pasturage fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομαί — νομή pasturage fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομῇσι — νομή pasturage fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομῇσιν — νομή pasturage fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομήν — νομή pasturage fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οιονεί — (Α οιονεί δ.γρφ. οἱονανεί, δωρ. τ. οἷον αἰ) κατά κάποιο τρόπο, σαν να («ἀλλ ἐοικυῑα οἱονεὶ ἔντερον εὖρος ἔχον», Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. «οιονεί νομή» (νομ.) μορφή νομής που αποτελεί μερική φυσική εξουσίαση τού πράγματος η οποία ασκείται με διάνοια… … Dictionary of Greek