-
1 νοθεύσεις
νόθευσιςadulteration: fem nom /voc pl (attic epic)νόθευσιςadulteration: fem nom /acc pl (attic)νοθεύωcorrupt: aor subj act 2nd sg (epic)νοθεύωcorrupt: fut ind act 2nd sg
См. также в других словарях:
νοθεύσεις — νόθευσις adulteration fem nom/voc pl (attic epic) νόθευσις adulteration fem nom/acc pl (attic) νοθεύω corrupt aor subj act 2nd sg (epic) νοθεύω corrupt fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek