Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

νοθεύσεις

  • 1 νοθεύσεις

    νόθευσις
    adulteration: fem nom /voc pl (attic epic)
    νόθευσις
    adulteration: fem nom /acc pl (attic)
    νοθεύω
    corrupt: aor subj act 2nd sg (epic)
    νοθεύω
    corrupt: fut ind act 2nd sg

    Morphologia Graeca > νοθεύσεις

См. также в других словарях:

  • νοθεύσεις — νόθευσις adulteration fem nom/voc pl (attic epic) νόθευσις adulteration fem nom/acc pl (attic) νοθεύω corrupt aor subj act 2nd sg (epic) νοθεύω corrupt fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»