-
1 νοημων
2, gen. ονος1) разумный, рассудительный, мудрый(ν. καὴ δίκαιος Hom.)
2) находящийся в здравом уме Her. -
2 νοήμων
(-όνος), ων, ήμον1) сообразительный, понятливый, смышлёный; находчивый; 2) умный, разумный; σκύλλος είναι νοήμον ζωον собака — умное животное; § τό νοήμον κοινό ν ирон. «умная» публика (о профанах) -
3 νοήμων
[ноимон] εκ. умный, мыслящий.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > νοήμων
-
4 νοήμων
[ноимон] επ умный, мыслящий. -
5 ανοημων
См. также в других словарях:
Νοήμων — thoughtful masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοήμων — thoughtful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοήμων — ον, αρσ. και νοήμονας (Α νοήμων, ον) [νόημα] 1. αυτός που έχει την ικανότητα να αντιλαμβάνεται, να σκέπτεται 2. ευφυής, έξυπνος 3. συνετός, μυαλωμένος νεοελλ. φρ. «το νοήμον κοινό» ειρων. το κοινό που, κατά βάθος, λίγα πράγματα καταλαβαίνει αρχ.… … Dictionary of Greek
νοημονέστατον — νοήμων thoughtful masc acc superl sg νοήμων thoughtful neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοῆμον — νοήμων thoughtful masc/fem voc sg νοήμων thoughtful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοήμονα — νοήμων thoughtful neut nom/voc/acc pl νοήμων thoughtful masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νοημόνων — Νοήμων thoughtful masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοημόνων — νοήμων thoughtful gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοημόνως — νοήμων thoughtful adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νοῆμον — Νοήμων thoughtful masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νοήμονα — Νοήμων thoughtful masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)