Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

νηστεύω

  • 1 fast

    I 1. adjective
    1) (quick-moving: a fast car.) γρήγορος,ταχύς
    2) (quick: a fast worker.) γρήγορος
    3) ((of a clock, watch etc) showing a time in advance of the correct time: My watch is five minutes fast.) που πάει μπροστά
    2. adverb
    (quickly: She speaks so fast I can't understand her.) γρήγορα
    - fast foods
    - fast food
    II 1. verb
    (to go without food, especially for religious or medical reasons: Muslims fast during the festival of Ramadan.) νηστεύω
    2. noun
    (a time or act of fasting: She has just finished two days' fast.) νηστεία
    III adjective
    1) ((of a dye) fixed; that will not come out of a fabric when it is washed.) ανεξίτηλος
    2) (firm; fixed: She made her end of the rope fast to a tree.) στέρεος

    English-Greek dictionary > fast

См. также в других словарях:

  • νηστεύω — fast pres subj act 1st sg νηστεύω fast pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηστεύω — νηστεύω, νήστεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • νηστεύω — (ΑΜ νηστεύω, Μ και νηστεύγω) [νήστις] 1. απέχω από τροφή, μένω νηστικός 2. απέχω από ορισμένες τροφές για ορισμένες μέρες τού χρόνου που ορίζει η Εκκλησία 3. μτφ. απέχω από κάποια ενέργεια ή από σαρκικές απολαύσεις, εγκρατεύομαι, αποφεύγω κάτι… …   Dictionary of Greek

  • νηστεύω — νήστεψα 1. δεν τρώω, μένω νηστικός. 2. απέχω από ορισμένες τροφές που ορίζει η Eκκλησία: Νηστεύει γιατί θα κοινωνήσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαρακοστεύω — νηστεύω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νηστεύετε — νηστεύω fast pres imperat act 2nd pl νηστεύω fast pres ind act 2nd pl νηστεύω fast imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηστεύσει — νηστεύω fast aor subj act 3rd sg (epic) νηστεύω fast fut ind mid 2nd sg νηστεύω fast fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηστεύσουσι — νηστεύω fast aor subj act 3rd pl (epic) νηστεύω fast fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) νηστεύω fast fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηστεύσουσιν — νηστεύω fast aor subj act 3rd pl (epic) νηστεύω fast fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) νηστεύω fast fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηστεύσω — νηστεύω fast aor subj act 1st sg νηστεύω fast fut ind act 1st sg νηστεύω fast aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηστεύσῃ — νηστεύω fast aor subj mid 2nd sg νηστεύω fast aor subj act 3rd sg νηστεύω fast fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»