Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

νημάτινος

См. также в других словарях:

  • νημάτινος — η, ο [νήμα] 1. αυτός που μοιάζει με νήμα, νηματοειδής («νημάτινος ιστός τής αράχνης») 2. αυτός που αποτελείται από νήματα ή που μπορεί να χωριστεί σε νήματα, νηματώδης …   Dictionary of Greek

  • -ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»