-
1 νεώτερος
[нэотэрос] εκ. более молодой, новый, современный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > νεώτερος
-
2 младший
младший 1) (по возрасту) μικρότερος, νεώτερος" \младший брат ο μικρότερος αδερφός* \младшийая сестра η μικρότερη αδερφή 2) (по положению) κατώτερος* * *1) ( по возрасту) μικρότερος, νεώτεροςмла́дший брат — ο μικρότερος αδερφός
мла́дшая сестра́ — η μικρότερη αδερφή
2) ( по положению) κατώτερος -
3 младший
младш||ийприл1. (по возрасту) νεώτερος:\младшийие классы (в школе) οἱ μικρές τάξεις·2. (по положению) κατώτερος:\младший научный сотрудник κατώτερος ἐπιστημονικός συνεργάτης. -
4 намного
намногонареч. κατά πολύ, πολύ:он \намного моложе εἶναι (κατά) πολύ νεώτερος. -
5 младший
[μλάντσυΐ] εκ. νεώτερος -
6 младший
[μλάντσυϊ] επ νεώτερος
См. также в других словарях:
νεώτερος — η, ο (Α νεώτερος, έρα, ον) [νέος] 1. (για πρόσ.) 1. ο μικρότερος σε ηλικία σε σχέση με κάποιον άλλο με τον οποίο συγκρίνεται («πρεσβύτερος μὲν Άρταξέρξης, νεώτερος δὲ Κῡρος», Ξεν.) 2. (για γεγονότα) αυτός που είναι σε μεγαλύτερο βαθμό πρόσφατος… … Dictionary of Greek
νεώτερος — νέος young masc nom comp sg νέος young masc nom comp sg (attic) νεώτερος younger masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεωτερώτατος — νεώτερος younger masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νέος — α, ο και νιος, ά, ό (ΑΜ νέος, α, ον, Α ιων. τ. νεῑος, η, ον Α θηλ. και ος και ιων. τ. νέη και συνηρ. τ. νῇ, Μ και νεός, όν) 1. αυτός που είναι μικρής ηλικίας, νεαρός, νεανίας (α. «κοιμάται ο νέος ωραίος βοσκός», Γρυπ. β. «παιδὸς νέας ὣς κάρτ… … Dictionary of Greek
Олимпиодор Младший — В Википедии есть статьи о других людях с именем Олимпиодор. Олимпиодор Младший др. греч. Ὀλύμπιόδωρος ὁ Νεώτερος Дата рождения: 495 год( … Википедия
αλάβαστρο — Όρος που υποδηλώνει διαφώτιστες παραλλαγές δύο διαφορετικών πετρωμάτων: του ασβεστίτη, που εκτιμάται περισσότερο, και του γύψου. Το ασβεστολιθικό ή ανατολικό α. προέρχεται από ιζήματα υδάτων πλούσιων σε ακτινοειδή ή κατά ζώνες (ταινίες). Τα… … Dictionary of Greek
ιουνίωρ — ἰουνίωρ, ὁ, (Μ) (ως τίτλος) νεώτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. λατ. junior «νεώτερος», αλλά και σύγχρονο αγγλ. junior (πρβλ. (John Kennedy Jr.)] … Dictionary of Greek
οπλότερος — ὁπλότερος, έρα, ον (Α) (επικ. τ.) 1. ο ικανότερος ή καταλληλότερος στο να φέρει όπλα, δηλαδή ο νεώτερος, σε αντιδιαστολή προς τους γέροντες και τα παιδιά («ὁπλότερος γενεῇ» νεώτερος στην ηλικία, Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «ἄνδρες ὁπλότεροι» οι μελλοντικές… … Dictionary of Greek
Μπρίγκελ — (Bruegel ή Brueghel). Οικογένεια Φλαμανδών ζωγράφων και χαρακτών (16ος 17ος αι.), κυριότεροι από τους οποίους είναι οι εξής: 1. Αμπραάμ ο Ναπολιτάνος (Abraham Β., Αμβέρσα 1631 Νάπολη, Ιταλία 1690). Ικανότατος ζωγράφος λουλουδιών και καρπών, ένας… … Dictionary of Greek
ՏՂԱՅ — (ոյ, ոց. կամ ի, ից.) NBH 2 0881 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 12c, 13c, 14c գ. νήπιος, βρέφος, παιδάριον, παῖς, νέος, νεώτερος infans, parvulus, puer, puerulus, juvenis. Մանուկ փոքր. երախայ. ստղմն. մատաղ տիօք. ... * Ի … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
νεωτέρα — νεωτέρᾱ , νέος young fem nom/voc/acc comp dual νεωτέρᾱ , νέος young fem nom/voc comp sg (attic doric ionic aeolic) νεωτέρᾱ , νέος young fem nom/voc/acc comp dual (attic) νεωτέρᾱ , νέος young fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) νεωτέρᾱ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)