-
1 νεότητα
[нэотита] ουσ. Θ. молодость, юность,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > νεότητα
-
2 молодость
-
3 юность
-
4 юношество
Юношество с 1) η νεολαία, οι νέοι 2) (пора) η νεότητα, τα νιάτα* * *с1) η νεολαία, οι νέοι2) ( пора) η νεότητα, τα νιάτα -
5 молодость
молодост||ьж ἡ νεότητα [-ης], ἡ ν(ε)ιό-τη, τά νειάτα:в дни \молодостьи στά νειάτα (μου)· он не первой \молодостьи разг τἄχει τά χρονάκια του. -
6 юность
юностьж τά νιάτα, ἡ νεότητα, ἡ νεανική ήλικία. -
7 молодость
[μόλανταστ’] ουσ. θ. νεότητα, νιάτα -
8 молодость
[μόλανταστ’] ουσ θ νεότητα, νιάτα -
9 весна
-ы, πλθ. весны, -сен, -снам θ.άνοιξη, έαρ. || μτφ. νιότη, νεότητα, νιάτα. -
10 молодёжь
-и θ. αθρσ. νεολαία, οι νέοι, τα νιάτα, η νεότητα, η νιότη. -
11 молодость
-и θ.νεανική ηλικία, νεότητα, νιότη, τα νεανικά χρόνια•ранняя молодость το άνθος της νεότητας, τα μαγιάπριλα της ζωής•
в дни -и στη νεανική ηλικία, στα νεανικά χρόνια•
не первой -и όχι νεαρής ηλικίας, ενήλικος•
молодость прошла τα νιάτα πέρασαν.
-
12 юность
-и θ.1. νεανική ηλικία, η νεότητα, τα νιάτα.2. βλ. юношество (1 σημ.).
См. также в других словарях:
νεότητα — και νιότη και νιότης, η (ΑΜ νεότης, Μ και νεότη, Α δωρ. και κρητ. τ. νεότας και επικ. τ. νεοίη) [νέος] 1. η ιδιότητα τού νέου, η νεανική ηλικία, τα νιάτα (α. «στην καρδιά μου τη θλιμμένη την νεότητα ευθυμεί», Σολωμ. β. «ἁ νεότας μοι φίλον, ἄχθος… … Dictionary of Greek
νεότητα — η 1. η ιδιότητα του νέου, η νεανική ηλικία, αλλ. τα νιάτα. 2. νεολαία: Λαός που δεν προσέχει τη νεότητα, υποθηκεύει το μέλλον του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νεότητα — νεότης youth fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεότητ' — νεότητα , νεότης youth fem acc sg νεότητι , νεότης youth fem dat sg νεότητε , νεότης youth fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… … Dictionary of Greek
Τιθωνός — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Λαομέδοντα και της Στρυμώς, και αδελφός του Πριάμου. Τον ερωτεύτηκε η Ηώς, η θεά της αυγής, και απέκτησαν μαζί τον Μέμνονα. Η Ηώς παρακάλεσε τον Δία να κάνει τον Τ. αθάνατο, αλλά λησμόνησε να του ζητήσει να του… … Dictionary of Greek
ήρα — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού δωδεκάθεου, σύζυγος του Δία. Αντιπροσωπεύοντας το πρότυπο της γυναίκας στη συζυγική ζωή, η Ή. ονομαζόταν γαμηλία και ζυγία. Μερικοί μύθοι διηγούνται την κακομεταχείριση της Ή. από τους Σειληνούς και τον… … Dictionary of Greek
Βεάκης, Αιμίλιος — (Πειραιάς 1884 – Αθήνα 1951). Ηθοποιός του θεάτρου, από τους σημαντικότερους του 20ού αι. Μικρός έμεινε ορφανός και μεγάλωσε στα χέρια στοργικών συγγενών του, ενώ νωρίς αισθάνθηκε κλίση προς το θέατρο και τη ζωγραφική. Το 1900, προτού καν… … Dictionary of Greek
Ντιβάλ, Αλεξάντρ — (Alexandre Vincent Pineux Duval, Ρεν 1767 – Παρίσι 1842). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας. Ύστερα από μια περιπετειώδη νεότητα βρήκε το αληθινό του πάθος στο θέατρο, στο οποίο αφιέρωσε μια σειρά άρτια θεατρικά έργα, αν και η φλέγουσα επικαιρότητα των … Dictionary of Greek
ADRIANUS — I. ADRIANUS Imperator Roman. qui post vexatos Christianos, morbô aquae intercutis periit. Vitam eius inter ceteros conscripsit Aelius Spartian. Moriens hos versus fudissodicitur; c. 25. Animula, vagula, blandula, Hospes, comesque corporis, Quae… … Hofmann J. Lexicon universale
PROMETHEUS — Iapeti et Clymenes fil. teste Poeta. Κούρην δ᾿ Ι᾿άπετος καλλίσφυρον Ω᾿κεανίνην Η᾿γάγετο Κλυμένην, καὶ ὁμὸν λέχος εἰσανέβαινεν, Η῾δὲ οἰ Α῎τλαντα κρατερόφρονα γείνατο παῖδα. Τίκτε δ᾿ ὑπερκύδαντα Μενοὶτιον, ἠδὲ Προμηθέα Ποικίλον, αἰολομῆτιν. Filium… … Hofmann J. Lexicon universale