-
1 νεφροπάθεια
[нефропатиа] ουσ. в. нафропатияΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > νεφροπάθεια
См. также в других словарях:
νεφροπάθεια — η γενική ονομασία τών παθήσεων τών νεφρών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nephropathy (< νεφρ[ο] * + πάθεια < παθής < πάσχω)] … Dictionary of Greek
νεφροπάθεια — η αρρώστια των νεφρών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νεφρ(ο)- — α συνθετικό επιστημονικών ιατρικών όρων τής Νεοελληνικής που προέρχονται από το ουσ. νεφρό(ς) ως αντιδάνεια από την ξένη ιατρική ορολογία (νεφρόλιθος, πρβλ. αγγλ. nephrolith κ.ά.). Αξίζει να σημειωθεί ότι, αντίθετα προς την Αρχαία Ελληνική, όπου… … Dictionary of Greek