Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

νερώνω

  • 1 νερώνω

    [нэроно] р. разбавлять водой, мочить,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > νερώνω

  • 2 разбавить

    разбавить, разбавлять αραιώνω* νερώνω (водой)
    * * *
    = разбавлять
    αραιώνω; νερώνω ( водой)

    Русско-греческий словарь > разбавить

  • 3 разбавить

    разбавить
    сов, разбавлять несов ἀραιώνω, νερώνω:
    \разбавить вино́ (водой) νερώνω τό κρασί.

    Русско-новогреческий словарь > разбавить

  • 4 разбавить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. αραιώνω• νερώνω•

    разбавить краску αραιώνω το χρώμα•

    разбавить вино, молоко νερώνω το κρασί, το γάλα,

    2. μτφ. ελαττώνω, μειώνω την αξία,
    αραιώνομαι (για υγρά).

    Большой русско-греческий словарь > разбавить

  • 5 развести

    ρ.σ.μ.
    1. οδηγώ• συνοδεύω• πηγαίνω σε διάφορα μέρη•

    развести пассажиров по каютам οδηγώ τους επιβάτες στις καμπίνες•

    солдать по квартирам πηγαίνω τους στρατιώτες• στα καταλύματα.

    (στρατ.) εγκατασταίνω, τοποθετώ•

    развести часовых εγκατασταίνω (βάζω) σκοπούς.

    2. ξεχωρίζω, αποσπώ. || ανοίγω• αποσυνδέω, αποχωρίζω.
    3. διαλύω γάμο, χωρίζω.
    4. (απρόσ.) ραγίζω, σκάζω (για πάγο).
    5. προκαλώ, προξενώ• επιφέρω• σηκώνω•

    ветер -л волны ο άνεμος σήκωσε κύματα.

    6. διαλύω, αραιώνω•

    развести порошок водою ή в воде διαλύω το σκονάκι με νερό, στο νερό•

    развести тесто αραιώνω(μαλακώνω) το ζυμάρι.

    || νερώνω, αδυνατίζω•

    водку водой νερώνω τη βότκα.

    7. πολλαπλασιάζω• θρέφω (ζώα). || καλλιεργώ, περιποιούμαι (φυτά).
    8. προξενώ, κάνω, δημιουργώ (κάτι. δυσάρεστο)•

    развести канитель δημιουργώ ιστορία•

    -чепуху κάνω ανοησία, κουταμάρα.

    9. ανάβω•

    развести огонь ανάβω φωτιά.

    1. διαλύω το γάμο, χωρίζω, παίρνω διαζύγιο•

    году не прожили и уже -лись ένα χρόνο δεν έζησαν παντρεμένοι και χώρισαν πια.

    2. πολλαπλασιάζομαι, πληθύνομαι•

    -лось много мышей πλήθυναν πολύ τα ποντίκια.

    Большой русско-греческий словарь > развести

  • 6 мешать

    меш||ать I
    несов ἐμποδίζω / ἐνοχλώ, ἀνησυχώ (беспокоить)/ στενοχωρώ (стеснять)· ◊ не \мешатьа́ет..., не \мешатьало бы... разг δέν θά πείραζε..., δέν θοταν ἄσχη-μο...
    мешать II
    несов
    1. (размешивать) ἀνακατώνω, ἀνακατεύω:
    \мешать кашу ἀνακατεύω τό λαπά· \мешать у́гли в печке σκαλίζω τά κάρβουνα, ἀνακατεύω τή φωτιά στή σόμπα·
    2. (смешивать) ἀναμιγνύω, ἀνακατώνω, ἀνακατεύω/ συγχέω, μπερδεύω (путать):
    \мешать краски ἀναμιγνύω (или ἀνακατεύω) τίς μπογιές· \мешать ко́фе с цикорием ἀνακατώνω τόν καφέ μέ τό κιχώρι, \мешать вино́ с водой νερώνω τό κρασί.

    Русско-новогреческий словарь > мешать

  • 7 смягчить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смягченный, βρ: -чен, -чена, -чего
    ρ.σ.μ.
    1. μαλακώνω, -κύνω, απαλύνω•

    смягчить кожу μαλακώνω το δέρμα.

    2. μτφ. καταπραΰνω, κατευνάζω• μετριάζω•

    смягчить боль μαλακώνω τον πόνο.

    || μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω•

    смягчить приговор μετριάζω την ποινή.

    || αδυνατίζω, νοθεύω•

    вино αδυνατίζω (νερώνω) το κρασί.

    || μτφ. κάνω ήπιο•

    смягчить климат μαλακώνω το κλίμα.

    3. (γλωσ.) μαλακώνω (την προφορά των συμφώνων).
    1. μαλακώνω, απαλύνομαι•

    кожа -лась το δέρμα μαλάκωσε.

    2. μτφ. (κατα)πραΰνομαι, κατευνάζομαι, γίνομαι ήπιος: καλμάρω. || αδυνατίζω, εξασθενίζω. || μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω• μετριάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > смягчить

  • 8 спить

    сопью, сопьшь, παρλθ χρ. спил, -ла, -ло, προστκ. спей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. спитый, βρ: спит, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. νερώνω, αδυνατίζω.
    2. (απλ.) παραπίνω.
    μεθώ.

    Большой русско-греческий словарь > спить

См. также в других словарях:

  • νερώνω — νερώνω, νέρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • νερώνω — [νερό] 1. (ιδίως σχετικά με κρασί ή γάλα) νοθεύω με νερό, αναμιγνύω, αραιώνω με νερό 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) νερωμένος, η, ο μισομεθυσμένος, ελαφρά ζαλισμένος …   Dictionary of Greek

  • νερώνω — νέρωσα, νερώθηκα, νερωμένος, βάζω νερό σε άλλο υγρό, νοθεύω κάτι προσθέτοντας νερό: Καταραμένε κάπελα και κλέφτη νταβερνιάρη, τι το νερώνεις το κρασί; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμβλύνω — (Α ἀμβλύνω) Ι. ενεργ. 1. κάνω κάτι αμβλύ, στομώνω την κόψη ή την αιχμή του 2. ελαττώνω την οξύτητα, μετριάζω, εξασθενίζω ΙΙ παθ. 1. γίνομαι αμβλύς, χάνω την οξύτητα μου 2. εξασθενώ, μετριάζομαι αρχ. Ι ενεργ. (για το κρασί) ελαττώνω τη δύναμή του …   Dictionary of Greek

  • νέρωμα — το [νερώνω] προσθήκη νερού σε άλλο υγρό, νόθευση ή αραίωση με νερό …   Dictionary of Greek

  • νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός …   Dictionary of Greek

  • υδατώνω — ὑδατῶ, όω, ΝΜΑ [ὕδωρ, ὕδατος] καθιστώ κάτι υδατώδες, υδαρές νεοελλ. 1. προσδίδω σε κάτι νερό, ενυδατώνω 2. αραιώνω κάτι με την προσθήκη νερού, νερώνω αρχ. παθ. ὑδατοῡμαι, όομαι α) είμαι ή γίνομαι ύδατώδης, υδαρής β) είμαι ή γίνομαι υδρωπικός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»