Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

νεκρική

  • 1 мертвенный

    επ., βρ: -венен, -венна, -вен-но.
    1. νεκρικός•

    мертвенный цвет νεκρικό χρώμα•

    мертвенный вид νεκρική όψη.

    2. μτφ. στερημένος ζωής, ζωντάνιας, κίνησης•

    -ая пустота νεκρική ερημιά•

    мертвенный покой νεκρική σιγή•

    -ая неподвижность νεκρική ακινησία, νέκρα.

    Большой русско-греческий словарь > мертвенный

  • 2 гробовой

    гробов||ой
    прил:
    \гробовойо́е молчание ἡ νεκρική σιωπή· \гробовойая тишина ἡ νεκρική σιγή· \гробовойым голосом μέ βαρειά φωνή· до \гробовой доски ὡς τό θάνατο.

    Русско-новогреческий словарь > гробовой

  • 3 гробовой

    επ.
    νεκρικός, επιτάφιος, επιτύμβιος•

    -ое молчание νεκρική σιγή•

    -ая тишина νεκρική σιωπή•

    гробовой камень επιτάφια πλάκα, ταφόπετρα•

    гробовой голос φωνή φαραγγώδης•

    до -ой доски μέχρι θανάτου, ως τον τάφο.

    Большой русско-греческий словарь > гробовой

  • 4 мёртвый

    επ., βρ: мёртв, мертва, мёртво κ. мертво, мёртвы κ. мертвы
    1. νεκρός, πεθαμένος•

    -ое тело νεκρό σώμα (πτώμα)•

    приказано взять его -го или живого διατάχτηκε να τον πιάσουν νεκρό ή ζωντανό.

    2. μτφ. -ое молчание νεκρική σιγή•

    мёртвый вид νεκρική όψη•

    -ые улицы νεκροί (έρημοι) δρόμοι•

    на улице было -о στο δρόμο ήταν νέκρα (καμιά κίνηση)•

    мёртвый сезон νεκρή σεζόν, εποχή αναδουλιάς•

    -ые знания νεκρές γνώσεις•

    -ые краски εξίτηλα χρώματα.

    3. ουσ. ο νεκρός, ο πεθαμένος.
    εκφρ.
    - ая вода – α) ανεπάρκεια νερού (για κίνηση υδρόμυλου), β) διαλκ. λιμνάζον νερό. γ) νερό θαυματουργό (μυθ.)• -ая голова α) νεκροκεφαλή, β) νυχτοπεταλούδα (πού έχει στη ράχη της σχήματα ομοιάζοντα με νεκροκεφαλές)•
    - ая зыбь – η φούσκο θαλασσιά•
    мёртвый капитал – α) νεκρό κεφάλαιο, β) νεκρός πλούτος γνώσεων•
    - ая петля – α) βρόχος (θηλιά) αγχόνης.
    4. (αερπ.) το λούπιγκ•
    - ая точка – (φυσ.) νεκρό σημείο•
    - ая хватка – α) νεκρικό δάγκωμα σκύλου (κατά το οποίο για πολύ δεν ανοίγουν οι σιαγόνες του), β) επιμονή για επίτευξη•
    - ая природа – νεκρή φύση•
    - ое пространство – (στρατ.) το απυρόβλητο, νεκρή γωνία•
    мёртвый час – ώρα ανάπαυσης(στα θεραπευτήρια)•
    мёртвый штиль – απόλυτη νηνεμία•
    мёртвый язык – νεκρή γλώσσα (που δε μιλιέται πια)•
    мёртвый якорь – η άγκυρα του ναυδέτου (σημαδούρας)•
    ни жив ни мёртв – μισοπεθαμένος, μισοζώντανος•
    пить -ую (чашу) – γίνομαι στουπί στο μεθύσι•
    спать (заснуть, уснуть) -ым сном – πέφτω ψόφιος στον ύπνο, κοιμούμαι βαθιά.

    Большой русско-греческий словарь > мёртвый

  • 5 мертвый

    мертв||ый
    прил νεκρός (тж. перен)/ πεθαμένος, ἄπνους:
    \мертвый язык ἡ νεκρή γλῶσσα· \мертвыйая точка тех. τό νεκρό σημείο· \мертвый сезон ἡ νεκρή σεζόν, ἡ ἐποχή ἀπ-ραξίας· \мертвыйая тишина ἡ νεκρική σιγή, ἡ ἀπόλυτη ἡσυχία· ◊ \мертвыйая петля ἀβ. τό λούπιγκ· \мертвыйое пространство воен. τό ἀπυ-ρόβλητο[ν]· \мертвыйая зыбь мор. ἡ φουσκοθα-λασσιά· \мертвыйая хватка τό θανάσιμο ἀγκάλιασμα· \мертвый час ἡ ῶρα ἀνάπαυσης· спать \мертвыйым сном κοιμάμαι βαθειά· ни жив ни мертв разг μισοπεθαμένος.

    Русско-новогреческий словарь > мертвый

  • 6 одр

    одр
    м уст. ἡ κλίνη, ἡ κοίτη:
    на смертном \одре́ στή νεκρική κλίνη.

    Русско-новогреческий словарь > одр

  • 7 похоронный

    похоронн||ый
    прил ἐπικήδειος, ἐπιτάφιος:
    \похоронный марш τό πένθιμο ἐμβατήριο· \похоронныйое бюро́ τό γραφεῖον κηδειών \похоронныйая процессия ἡ νεκρική πομπή.

    Русско-новогреческий словарь > похоронный

  • 8 процессия

    процессия
    ж ἡ πομπή, ἡ συνοδεία:, похоронная \процессия ἡ νεκρική πομπή· свадебная \процессия ἡ γαμήλια πομπή.

    Русско-новогреческий словарь > процессия

  • 9 тишина

    тишин||а
    ж ἡ ήσυχία, ἡ ήρεμία/ ἡ σιγαλιά, ἡ σιωπή (безмолвие)/ ἡ γαλήνη (спокойствие):
    мертвая \тишина ἡ νέκρα, ἡ νεκρική σιγή· соблюдайте \тишинау μήν θορυβείτε.

    Русско-новогреческий словарь > тишина

  • 10 траурный

    траур||ный
    прил πένθιμος:
    \траурныйная процессия ἡ νεκρική πομπή· \траурныйный марш τό πένθιμο ἐμβατήριο.

    Русско-новогреческий словарь > траурный

  • 11 венчик

    α.
    1. στεφανάκι.
    2. ανθήρας, ανθοδόχη, περιάνθιο, κάλυκας.
    3. ταινία στο μέτωπο νεκρού κατά τη νεκρική τελετή.

    Большой русско-греческий словарь > венчик

  • 12 глубокий

    επ., βρ: -бок, -бока, -боко; глубже, глубочайший βαθύς•

    глубокий колодец βαθύ πηγάδι•

    -ая река βαθύ ποτάμι•

    -ие морщины βαθιές ρυτίδες•

    -ая вспашка βαθύ όργωμα•

    -ие корни βαθιές ρίζες•

    глубокий вздох βαθύ αναστέναγμα•

    глубокий вдох βαθιά εισπνοή•

    -ие знания βαθιές γνώσεις•

    глубокий траур βαθύ (βαού) πένθος•

    -ая таина βαθύ μυστικό, απόρρητο•

    -ое молчание βαθιά (νεκρική) σιγή•

    глубокий сон βαθύς ύπνος•

    -ая старость βαθιά γεράματα•

    глубокий мрак βαθύ σκοτάδι (ζόφος, έρεβος)•

    в -ой древности στα πολύ παλιά χρόνια.

    εκφρ.
    глубокий взгляд ή взор – διαπεραστική (εκφραστική) ματιά, βλέμμα•
    глубокий поклон – βαθιά υπόκλιση•
    глубокий голос – βαθιά φωνή•
    старик – ο υπέργηρος, γερομπαμπαλής•
    - ая старуха – μπαμπόγρια.

    Большой русско-греческий словарь > глубокий

  • 13 мертвящий

    επ. από μτχ.
    θανατηφόρος, θανάσιμος, θανατικός (για ψύχος). || νεκρικός•

    -ая тишина νεκρική σιγή.

    Большой русско-греческий словарь > мертвящий

  • 14 могильный

    επ.
    1. επιτάφιος•

    могильный крест επιτάφιος σταυρός•

    -ая шшта ταφόπετρα.

    || παλ. νεκρικός•

    могильный сон νεκρικός ύπνος•

    -ая тишина νεκρική σιγή.

    2. (για φωνή) αδύνατη, υποχθό-ν ια.

    Большой русско-греческий словарь > могильный

  • 15 одр

    α. παλ. κλίνη, κοίτη, κρεβάτι.
    εκφρ.
    на смертном - – έ στη νεκρική κλίνη, στο νεκροκρέβατο.

    Большой русско-греческий словарь > одр

  • 16 покойницкий

    επ.
    νεκρικός, νεκροειδής•

    вид у больного νεκρική όψη του άρρωστου.

    Большой русско-греческий словарь > покойницкий

  • 17 похоронный

    επ.
    της κηδείας, επικήδειος νεκρικός•

    -ая процессия η κηδεία (πομπή)•

    обряд η νεκρώσιμη ακολουθία.

    || πένθιμος•

    -марш πένθιμο εμβατήριο.

    || νεκρικός, του νεκρού•

    -ые дроги η νεκροφόρα•

    похоронный вид (μτφ.) η νεκρική όψη.

    (στρατ.) ειδοποιητήριο για το θάνατο.

    Большой русско-греческий словарь > похоронный

  • 18 процессия

    θ.
    πομπή• συνοδεία•

    похоронная процессия νεκρική πομπή•

    свадебная процессия γαμήλια πομπή.

    Большой русско-греческий словарь > процессия

  • 19 смертный

    επ., βρ: -тен, -тна, -о.
    1. επιθανάτιος• νεκρικός•

    смертный час η ώρα του θανάτου•

    -одр νεκρική κλίνη•

    смертный саван νεκροσέντονο,.το σάβανο.

    2. επ. κ. ουσ. θνητός.
    3. θανατικός•

    -приговор θανατική καταδίκη•

    -ая казнь θανατική εκτέλεση.

    || φονικός•

    смертный бой φονική μάχη.

    4. σφοδρός, μεγάλης έντασης, φοβερός• αφόρητος• ανυπόφορος•

    -ая скука φοβερή μελαγχολία•

    -ая тоска θανάσιμη θλίψη•

    смертный враг θανάσιμος εχθρός•

    εκφρ.
    смертный грех – θανάσιμο αμάρτημα•
    - ая клятва – όρκος θανάτου.

    Большой русско-греческий словарь > смертный

  • 20 тишина

    θ.
    ησυχία, ηρεμία, γαλήνη• σιγαλιά• κάλμα• σιγή•

    ночная тишина νυχτερινή ησυχία•

    мртвая тишина νεκρική σιγή•

    соблюдать -у τηρώ (κάνω) ησυχία.

    || μτφ. ψυχική γαλήνη.

    Большой русско-греческий словарь > тишина

См. также в других словарях:

  • νεκρική — νεκρικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεκρική τέχνη — Το ταφικό μνημείο, έκφραση της ν.τ., ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους (ντολμέν, νουραγικά μνημεία κ.ά.). Τις διάφορες μορφές της ν.τ. κωδικοποίησε ο αιγυπτιακός πολιτισμός από την τρίτη χιλιετία π.Χ., κατασκευάζοντας ταφικά μνημεία, υπόγειους …   Dictionary of Greek

  • σαρκοφάγος — Νεκρική λάρνακα λίθινη ή πήλινη, σε χρήση από την προϊστορική εποχή ως το Μεσαίωνα. Οι πρώτες σ. εμφανίζονται στην Αίγυπτο κατά την 3η π.Χ. χιλιετία: είναι ξύλινες κιβωτιόσχημες, με ζωγραφική ή πλαστική διακόσμηση, ή ανθρωποειδείς με κάλυμμα που… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Θεσσαλονίκης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης στεγάζεται από το 1962 σ’ ένα λιτό κτίριο στο κέντρο της πόλης (Μανόλη Ανδρόνικου 6), που χτίστηκε σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού. Η αρχική έκθεση των ευρημάτων, που ολοκληρώθηκε το 1971,… …   Dictionary of Greek

  • Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • νεκρικός — ή, ό αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε νεκρό ή νεκρούς: Νεκρική πομπή. – Νεκρική σιγή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Όσιρις — Αιγυπτιακή θεότητα, η λατρεία της οποίας απέκτησε σημασία κυρίως από τα τέλη του Αρχαίου Βασιλείου. Η προέλευση της όμως είναι πολύ πιο αρχαία: ανάγεται σε ένα τυπικό ον των μυθολογιών που διαμορφώθηκαν στο περιβάλλον πρωτόγονων καλλιεργητών. Οι… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • ήρωας — Mυθικό ον, στο οποίο αποδιδόταν λατρεία στην αρχαία ελληνική θρησκεία. Ο ή. διακρινόταν από τη θεότητα, γιατί τον θεωρούσαν θνητό και μόνο μετά τον θάνατό του –έναν θάνατο συχνά ασυνήθιστο– αποκτούσε την ικανότητα να βοηθάει στις ανάγκες τους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»