-
1 ναύλος
-
2 ναῦλος
-
3 ναῦλος
-
4 ναυλος
-
5 ναῦλος
ναῦλος, ὁ, Ar. (v. infr.), IG22.1672.126,159, SIG1262.6 (Smyrna, i A. D.), Com.Adesp.286; also ἡ, acc. to Sch.Ar.Ra. 272; and [full] ναῦλον, τό (v. infr.), cf. ναῦλλον:—A passage-money, fare or freight, ἔκβαιν', ἀπόδος τὸν ν., says Charon, Ar.Ra. 270;τῆς πόλεως ναῦλον τελούσης τοῖς ἄγουσι τοὺς λίθους IPE12.32B50
(Olbia, iii B. C.); ναῦλον συνθέσθαι to agree upon one's fare, X.An.5.1.12;τὸν. τῶν ξύλων παρασχεῖν D.49.26
, cf. IGll. cc.;τὸ ν. ἀποστερεῖν Din.1.56
; παραπόλλυμι τὸ ν. Arisipp. ap. Plu.2.439e;ἔδωκε τὸ ν. αὐτοῦ LXX Jn.1.3
;λαλῶν τὰ ν. Diph.43.21
;ἔδωκα αὐτῷ τὰ ν. Sammelb. 3553
;τὸ δὲ ν. διωρθωσάμεθα ὑπὲρ αὐτῶν PCair.Zen.52.13
(iii B. C.); συνέβη ναῦλον ἡμῖν προσάγεσθαι τοῦ.. πλοίου we were charged for the hire of the boat, ib.368.27 (iii B. C.).b ν. πλοίου name of a tax paid for the use of state-provided boats, BGU 645.16 (ii A. D.), PSI8.960.15 (iv A. D.);ἀποδιαγράψειν τὸ συναχθησόμενον ν. ἐπὶ τὴν βασιλικὴν τράπεζαν PTheb.Bank 12.7
(ii B. C.), cf. Sammelb. 6954.II freight, cargo of ships, τὸ ν. σφετερίζεσθαι D.32.2.IV ναῦλα, τά, = ἐφόδια, Hsch. (ascribed to Aeschylus by Cyr. in cod. Laur.57.39). -
6 ναύλος
el noli -
7 ναυλος
taşıma ücreti, navlun -
8 ναύλος
fret -
9 ναύλον
ναῦλονneut nom /voc /acc sgναῦλοςpassage-money: masc acc sgναῦλοςpassage-money: neut nom /voc /acc sg -
10 ναῦλον
ναῦλονneut nom /voc /acc sgναῦλοςpassage-money: masc acc sgναῦλοςpassage-money: neut nom /voc /acc sg -
11 ναύλοις
ναῦλονneut dat plναύ̱λοις, ναῦλοςpassage-money: masc dat plναύ̱λοις, ναῦλοςpassage-money: neut dat pl -
12 ναύλου
ναῦλονneut gen sgναύ̱λου, ναῦλοςpassage-money: masc gen sgναύ̱λου, ναῦλοςpassage-money: neut gen sgναυλόωlet one's ship for hire: pres imperat act 2nd sgναυλόωlet one's ship for hire: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
13 ναύλω
ναῦλονneut dat sgναύ̱λῳ, ναῦλοςpassage-money: masc dat sgναύ̱λῳ, ναῦλοςpassage-money: neut dat sg -
14 ναύλῳ
ναῦλονneut dat sgναύ̱λῳ, ναῦλοςpassage-money: masc dat sgναύ̱λῳ, ναῦλοςpassage-money: neut dat sg -
15 ναύλων
ναῦλονneut gen plναύ̱λων, ναῦλοςpassage-money: masc gen plναύ̱λων, ναῦλοςpassage-money: neut gen plναυλόωlet one's ship for hire: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ναυλόωlet one's ship for hire: imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
16 ναύλο(ν)
το, ναύλος ο фрахт -
17 ναύλο(ν)
το, ναύλος ο фрахт -
18 ναύλα
-
19 ναῦλα
-
20 ναύλους
ναύ̱λους, ναῦλοςpassage-money: masc acc plναυλόωlet one's ship for hire: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ναύλος — ναύλος, ο και ναύλο, το 1. το αντίτιμο για τη θαλάσσια μεταφορά ανθρώπων, ζώων, εμπορευμάτων, αντικειμένων. 2. στον πληθ., ναύλοι, οι και ναύλα, τα το αντίτιμο για τις μεταφορές στην ξηρά. Πήρε και ψιλά για τα ναύλα του λεωφορείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ναῦλος — passage money masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύλος — Μια από τις κύριες περιοχές της σύμβασης ναύλωσης, ναυτικής ή εναέριας, είναι το τίμημα που οφείλει να πληρώσει το πρόσωπο (ναυλωτής) προς το συμφέρον και για λογαριασμό του οποίου ο πλοιοκτήτης (εκναυλωτής) διαθέτει είτε κατά τη διάρκεια μιας… … Dictionary of Greek
ημίναυλον — ἡμίναυλον, το (Α) πάπ. μισός ναύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ναύλος] … Dictionary of Greek
ναύλλον — ναῡλλον, τὸ, καὶ ναῡλλος, ὁ (Α) ναύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ναῦλον / ναῦλος με διπλασιασμό τού λ για μετρικούς λόγους (πρβλ. θάλλασσα, ισχυρροί)] … Dictionary of Greek
τσιφ — και σιφ, το, Ν άκλ. όρος τού διεθνούς εμπορίου ο οποίος δηλώνει ότι στην τιμή τών εμπορευμάτων που πωλήθηκαν και μεταφέρονται με πλοίο περιλαμβάνεται η αξία τους, η ασφάλεια και ο ναύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. cif < C.I.F., αρκτικόλεξο από τις λ … Dictionary of Greek
ναῦλον — neut nom/voc/acc sg ναῦλος passage money masc acc sg ναῦλος passage money neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύλοις — ναῦλον neut dat pl ναύ̱λοις , ναῦλος passage money masc dat pl ναύ̱λοις , ναῦλος passage money neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύλου — ναῦλον neut gen sg ναύ̱λου , ναῦλος passage money masc gen sg ναύ̱λου , ναῦλος passage money neut gen sg ναυλόω let one s ship for hire pres imperat act 2nd sg ναυλόω let one s ship for hire imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύλων — ναῦλον neut gen pl ναύ̱λων , ναῦλος passage money masc gen pl ναύ̱λων , ναῦλος passage money neut gen pl ναυλόω let one s ship for hire imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ναυλόω let one s ship for hire imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύλῳ — ναῦλον neut dat sg ναύ̱λῳ , ναῦλος passage money masc dat sg ναύ̱λῳ , ναῦλος passage money neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)