-
1 ναύλο
[навло] ουσ. о. плата за проезд, плата за перевоз,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ναύλο
-
2 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
3 поступление
1. (материалов, изделий, книг и тп.) η παραλαβ/ή 2. (зачисление, включение в состав чего-л.) η εγγραφή 3. (прибытие, приход, переход, попадание) το φτάσιμο, η άφιξη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поступление
-
4 фрахт
фрахтм1. (груз на судне) τό φορ-τίο[ν] πλοίου·2. (плата) ὁ ναῦλος, τό ναῦλο[ν].
См. также в других словарях:
άναυλος — (I) ἄναυλος, ον (Α) [αυλός] 1. (για τραγούδι) εκείνο που δεν συνοδεύεται από αυλό 2. εκείνος που δεν παίζει αυλό 3. άμουσος, ακαλλιέργητος μουσικά. (II) η, ο [ναύλος] 1. χωρίς ναύλο, χωρίς να πληρωθεί ή να πληρώσει ναύλο 2. αυτός που έφυγε… … Dictionary of Greek
ναυλολογώ — ναυλολογῶ, έω (Α) απαιτώ τον ναύλο, συγκεντρώνω τον ναύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦλος / ναῦλον + λογῶ*] … Dictionary of Greek
αναύλωτος — η, ο (για πλοίο) αυτό που δεν ναυλώθηκε, δεν μισθώθηκε με ναύλο … Dictionary of Greek
εκναυλωτής — ο ο πλοιοκτήτης που παραχωρεί με ναύλο το πλοίο του … Dictionary of Greek
εκναυλώνω — και εκναυλώ ( όω) (Α ἐκναυλῶ) παραχωρώ σε άλλον το πλοίο μου με καθορισμένο ναύλο αρχ. βγαίνω από το λιμάνι … Dictionary of Greek
εκναύλωση — η παραχώρηση τής χρήσης πλοίου με ναύλο … Dictionary of Greek
επίβαθρον — ἐπίβαθρον, το (Α) [βάθρον] 1. ναύλο για επιβίβαση 2. μίσθωμα, ενοίκιο 3. διόδια 4. επιβάθρα 5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπίβαθρα (ιερά) θυσίες κατά την επιβίβαση σε πλοίο 6. φρ. α) «ἐπίβαθρον ἀοιδῆς» βάθρο για αοιδό β) «ἐπίβαθρον ὀρνίθων» το… … Dictionary of Greek
μυστοδόκος — μυστοδόκος, ον (Α) αυτός που δέχεται ή περιέχει τους μύστες ή τα μυστήρια («δόμος μυστοδόκος» η Ελευσίνα, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μύστης + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. μυλο δόκος, ναυλο δόκος] … Dictionary of Greek
ναυλέπλοιον — ναυλέπλοιον, τὸ (Α) ναύλο πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦλον + πλοῖον] … Dictionary of Greek
ναύλος — Μια από τις κύριες περιοχές της σύμβασης ναύλωσης, ναυτικής ή εναέριας, είναι το τίμημα που οφείλει να πληρώσει το πρόσωπο (ναυλωτής) προς το συμφέρον και για λογαριασμό του οποίου ο πλοιοκτήτης (εκναυλωτής) διαθέτει είτε κατά τη διάρκεια μιας… … Dictionary of Greek
άναυλος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν πληρώνει ναύλο: Είχαν και μερικούς επιβάτες άναυλους στο πλοίο. 2. το επίρρ., άναυλα σημαίνει επίσης και βίαια: Το αφεντικό του τον έδιωξε άναυλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)