-
1 ναυτιλια
эп.-ион. ναυτῐλίη ἥ1) мореходное искусство, судоходство(ν. καὴ κυβερνητική Plat.)
2) морское путешествие, мореходство3) судно, корабль(πολύσκαλμος Anth.)
-
2 ναυτιλία
η1) мореплавание, морское судоходство; кораблевождение; 2) торговый флот;υπουργείο εμπορικής ναυτιλίας — министерство торгового флота
-
3 ναυτιλία
-
4 ναυτιλία
[нафтилиа] ουσ θ навигация, мореплавание. -
5 βιοτησιος
-
6 επικερδης
-
7 πολυσκαλμος
См. также в других словарях:
ναυτιλία — ναυτιλίᾱ , ναυτιλία sailing fem nom/voc/acc dual ναυτιλίᾱ , ναυτιλία sailing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτιλίᾳ — ναυτιλίαι , ναυτιλία sailing fem nom/voc pl ναυτιλίᾱͅ , ναυτιλία sailing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτιλία — η (Α ναυτιλία και ιων. τ. ναυτιλίη) [ναυτίλος] το επάγγελμα και το έργο τού ναυτικού, η θαλασσοπλοΐα νεοελλ. 1. η ναυτική επιστήμη και η τέχνη τού ναυτικού 2. το σύνολο τών εμπορικών πλοίων μαζί με τα πληρώματά τους, το εμπορικό ναυτικό αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
ναυτιλία — η 1. η ναυτική τέχνη και η δραστηριότητα στη θάλασσα. 2. το εμπορικό ναυτικό: Η ναυτιλία είναι σπουδαίος οικονομικός παράγοντας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ναυτιλίας — ναυτιλίᾱς , ναυτιλία sailing fem acc pl ναυτιλίᾱς , ναυτιλία sailing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτιλίαι — ναυτιλία sailing fem nom/voc pl ναυτιλίᾱͅ , ναυτιλία sailing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτιλίαν — ναυτιλίᾱν , ναυτιλία sailing fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτιλιῶν — ναυτιλία sailing fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτιλίαις — ναυτιλία sailing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτιλίαισι — ναυτιλία sailing fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτιλίη — ναυτιλία sailing fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)