-
1 ναυπηγός
[нафпигос] ουσ. а. судостроитель.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ναυπηγός
-
2 судостроитель
-
3 конструктор
ο σχεδιαστής, ο μελετητής- судов - πλοίων, ο ναυπηγόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > конструктор
-
4 кораблестроитель
ο ναυπηγόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кораблестроитель
-
5 судомонтажник
ο (πρακτικός) ναυπηγόςο εργάτης (συναρμολόγησης) ναυπηγείουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > судомонтажник
-
6 судостроитель
ο ναυπηγός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > судостроитель
-
7 кораблестроитель
кораблестро||ительм ὁ ναυπηγός. -
8 судостроитель
судостроительм ὁ ναυπηγός. -
9 судостроитель
[*][σουνταστραίτιλ") ουσ. α. ναυπηγός -
10 судостроитель
[*][σουνταστραίτιλ") ουσ α ναυπηγός -
11 корабельщик
-а α.1. παλ. καραβοκύρης ναυτικός.2. ναυπηγός. -
12 кораблестроитель
-я α.ναυπηγός. -
13 судорабочий
-его α, ναυπηγός. -
14 судостроитель
-я α. ναυπηγός.
См. также в других словарях:
ναυπηγός — shipbuilder masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυπηγός — ο (Α ναυπηγός και ναFυπηγός και ναπηγός) (γενικά) αυτός που κατασκευάζει πλοία («ναυπηγὸς ναῡς ποιήσας τέσσαρας», Θουκ.) νεοελλ. (ειδικά) ειδικός επιστήμονας που σχεδιάζει πλοία και διευθύνει τις εργασίες τής κατασκευής τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς… … Dictionary of Greek
ναυπηγός — ο 1. ο επιστήμονας μελετητής κατασκευής πλοίων: Θέλει να σπουδάσει ναυπηγός. 2. ο τεχνικός στη ναυπήγηση των πλοίων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ναυπηγοί — ναυπηγός shipbuilder masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυπηγούς — ναυπηγός shipbuilder masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυπηγῷ — ναυπηγός shipbuilder masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυπηγόν — ναυπηγός shipbuilder masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλατοπηγός — ο αυτός που στερεοποιεί σε αλάτι το θαλασσινό νερό, παρασκευαστής αλατιού, αλατάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλας ατος + πηγός < πήγνυμι, πρβλ. και ναυπηγός. ΠΑΡ. αλατοπηγείο, αλατοπηγία, αλατοπήγιο] … Dictionary of Greek
αρχιναυπηγός — ο 1. ο επικεφαλής των ναυπηγών 2. βαθμός και θέση στο πολεμικό ναυτικό και στη βιομηχανία της ναυπηγίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι * + ναυπηγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
γομφωτήρας — ο (AM γομφωτήρ) [γομφώ] εργαλείο για διάτρηση, τρυπάνι αρχ. ο ναυπηγός … Dictionary of Greek
επιναυπηγός — ο [ναυπηγός] βαθμός αξιωματικού τού ναυπηγικού κλάδου αντίστοιχος τού πλωτάρχη … Dictionary of Greek