-
1 ναυπηγος
-
2 ναυπηγός
ο судостроитель, кораблестроитель -
3 ναυπηγός
кораблестроитель, корабельный мастер -
4 ναυπηγός
[нафпигос] ουσ α судостроитель. -
5 δημιουργος
эп.-ион. δημιο-εργός ὅ1) мастер, знаток, специалист(οἱ δημιοεργοὴ - μάντις ἢ ἰητέρ κακῶν ἢ τέκτων δούρων ἢ καὴ θέσπις ἀοιδός Hom.; σοφίας Plat.; ἀρετῆς Arst.)
2) ремесленник, мастеровой(ἄνδρες δημιοεργοὴ μέλι ἐκ πυροῦ ποιεῦσι Her.; δημιουργοὴ οἷον ὑφάντης καὴ ναυπηγός Arst.; ὀψοποιοὴ καὴ δημιουργοί Plut.)
πρῶτος ἀποκρίνας χωρὴς εὀπατρίδας καὴ γεωμόρους καὴ δημιουργούς Arst. ap. Plut. — (Тесей), впервые обособивший (сословия) родовой знати, земледельцев и ремесленников;ὄρθρος δ. Hes. — восход, зовущий к труду3) создатель, творец(λόγων Aeschin.; νυκτός τε καὴ ἡμέρας Plat.; νόμων Arst.; ποιημάτων Plut.; πόλις, ἧς τεχνίτης καὴ δ. ὅ θεός NT.)
4) виновник, зачинщик(κακῶν Eur.)
5) (в дор. государствах - высшее должностное лицо) демиург(οἱ ἐν Ἤλιδι δημιουργοί Thuc.; οἱ δημιουργοὴ τῶν Ἀχαιῶν Polyb.)
См. также в других словарях:
ναυπηγός — shipbuilder masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυπηγός — ο (Α ναυπηγός και ναFυπηγός και ναπηγός) (γενικά) αυτός που κατασκευάζει πλοία («ναυπηγὸς ναῡς ποιήσας τέσσαρας», Θουκ.) νεοελλ. (ειδικά) ειδικός επιστήμονας που σχεδιάζει πλοία και διευθύνει τις εργασίες τής κατασκευής τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς… … Dictionary of Greek
ναυπηγός — ο 1. ο επιστήμονας μελετητής κατασκευής πλοίων: Θέλει να σπουδάσει ναυπηγός. 2. ο τεχνικός στη ναυπήγηση των πλοίων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ναυπηγοί — ναυπηγός shipbuilder masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυπηγούς — ναυπηγός shipbuilder masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυπηγῷ — ναυπηγός shipbuilder masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυπηγόν — ναυπηγός shipbuilder masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλατοπηγός — ο αυτός που στερεοποιεί σε αλάτι το θαλασσινό νερό, παρασκευαστής αλατιού, αλατάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλας ατος + πηγός < πήγνυμι, πρβλ. και ναυπηγός. ΠΑΡ. αλατοπηγείο, αλατοπηγία, αλατοπήγιο] … Dictionary of Greek
αρχιναυπηγός — ο 1. ο επικεφαλής των ναυπηγών 2. βαθμός και θέση στο πολεμικό ναυτικό και στη βιομηχανία της ναυπηγίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι * + ναυπηγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
γομφωτήρας — ο (AM γομφωτήρ) [γομφώ] εργαλείο για διάτρηση, τρυπάνι αρχ. ο ναυπηγός … Dictionary of Greek
επιναυπηγός — ο [ναυπηγός] βαθμός αξιωματικού τού ναυπηγικού κλάδου αντίστοιχος τού πλωτάρχη … Dictionary of Greek