-
1 ναυαγοσώστης
[навагосотис] ουσ. а. спасатель,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ναυαγοσώστης
-
2 спас
спас 1-а (-у) α., στην εκφρ. -а (-у) нет (απλ.) α) δεν υπάρχει, σωτηρία, β) δεν υπάρχει τάση ή διάθεση.спас 2-а α., κλητική πτώση παλ. σωτήρας ναυαγοσώστης, ναυαγοσωστικό σκάφος. || εκκλησία του Σωτήρα, η γιορτή του Σωτήρα.εκφρ.спасе! – (επιφ.) Θεέ μου, Χρ ιστέ μου! Σωτήρα μου! (για θαυμασμό, αγανάκτηση, χαρά κλπ.).
См. также в других словарях:
ναυαγοσώστης — ο 1. αυτός που σώζει ή έχει ως έργο του να σώζει ναυαγούς ή ναυαγισμένα πλοία 2. (στις οργανωμένες πλαζ) ειδικός υπάλληλος επιφορτισμένος να παρακολουθεί τους λουομένους και να επεμβαίνει στην περίπτωση που κάποιος κινδυνεύει να πνιγεί σώζοντας… … Dictionary of Greek
ναυαγοσώστης — ο θηλ. ώστρια αυτός που σώζει ναυαγούς: Ναυαγοσώστες περιμάζεψαν τους ναυαγούς από τη θάλασσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ναυαγοσωστικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή παίρνει μέρος στη διάσωση ή ασχολείται με τη διάσωση ναυαγών ή πλοίων τα οποία κινδυνεύουν να βυθιστούν («ναυαγοσωστική λέμβος») 2. το ουδ. ως ουσ. το ναυαγοσωστικό πλοίο ειδικά κατασκευασμένο και εξοπλισμένο με τα… … Dictionary of Greek