-
1 ναρκωτικός
[наркотикос] εκ. наркотический,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ναρκωτικός
-
2 наркотический
ναρκωτικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > наркотический
-
3 снотворный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > снотворный
-
4 наркотический
нарко́т||и́ческийприл ναρκωτικός:\наркотическийи́ческие средства τά ναρκωτικά φάρμακα. -
5 снотворный
снотворн||ыйприл1. ὑπνωτικός, ναρκωτικός:\снотворныйое средство τό ὑπνωτικό[ν]·2. перен (скучный) πληκτικός, ἀνιαρός. -
6 сонный
сонн||ыйприл1. (сонливый) νυσταλέος, νυσταγμένος, ὑπναλεος/ κοιμισμένος, νωθρός (вялый):\сонныйое состояние ἡ νύστα·2. (снотворный) ὑπνωτικός, ναρκωτικός· ◊ \сонныйая артерия анат. ἡ καρωτίδα [-ίς]. -
7 наркотический
[ναρκατίτσισκιϊ] εκ. ναρκωτικός -
8 наркотический
[ναρκατίτσισκιϊ] επ ναρκωτικός -
9 наркозный
επ.ναρκωτικός. -
10 наркотический
επ.ναρκωτικός•-ие средства ναρκωτικά μέσα•
-ое состояние ναρκωτική κατάσταση.
-
11 снотворный
επ.υπνωτικός, ναρκωτικός•-ое средство υπνωτικό φάρμακο.
|| ως ουσ. ουδ. -ое υπνωτικό φάρμακο.
См. также в других словарях:
ναρκωτικός — ή, ὁ (Α ναρκωτικός, ή, όν) [ναρκώνω] αυτός που επιφέρει νάρκωση, που προκαλεί αναισθησία, αναισθητικός («ἱσως και να μεταχειριστεί την αδιάκοπη κίνηση για ναρκωτικό τών αισθήσεων», Παπαντ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ναρκωτικά α) τοξικές… … Dictionary of Greek
ναρκωτικός — ή, ό αυτός γενικά που προκαλεί νάρκωση: Φάρμακα ναρκωτικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ναρκωτικά — ναρκωτικός benumbing neut nom/voc/acc pl ναρκωτικά̱ , ναρκωτικός benumbing fem nom/voc/acc dual ναρκωτικά̱ , ναρκωτικός benumbing fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναρκωτικώτερον — ναρκωτικός benumbing adverbial comp ναρκωτικός benumbing masc acc comp sg ναρκωτικός benumbing neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναρκωτικῶν — ναρκωτικός benumbing fem gen pl ναρκωτικός benumbing masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναρκωτικόν — ναρκωτικός benumbing masc acc sg ναρκωτικός benumbing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναρκωτικαί — ναρκωτικός benumbing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναρκωτικοῖς — ναρκωτικός benumbing masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναρκωτικοῦ — ναρκωτικός benumbing masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναρκωτικήν — ναρκωτικός benumbing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναρκωτικῷ — ναρκωτικός benumbing masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)