Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

νίκων

См. также в других словарях:

  • Νίκων — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νίκων — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από τη Νάπολη της Ιταλίας και ήταν στρατιωτικός. Πηγαίνοντας προς την Κωνσταντινούπολη και περνώντας από τη Χίο, έμεινε σε σπήλαιο του όρους Γάνου, όπου βαφτίστηκε και χειροτονήθηκε ιερέας …   Dictionary of Greek

  • Νικῶν — Νίκη victory fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικῶν — νῑκῶν , νίκη victory fem gen pl νῑκῶν , νῖκος for ever neut gen pl (attic epic doric) νῑκῶν , νικάω conquer pres part act masc voc sg νῑκῶν , νικάω conquer pres part act neut nom/voc/acc sg νῑκῶν , νικάω conquer pres part act masc nom sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νίκων — νί̱κων , νικάω conquer imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) νί̱κων , νικάω conquer imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τὸ νικᾶν αὐτὸν ἑαυτὸν πασῶν νικῶν πρώτη καὶ ἀρίστη. — См. Самообладание превыше всякого владычества …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Άγιος Νίκων — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 146 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμών του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νοτιότερο άκρο του νομού, κοντά στα σύνορα με το νομό Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεύκτρου …   Dictionary of Greek

  • Νίκωνα — Νίκων masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νίκωνι — Νίκων masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νίκωνος — Νίκων masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φήμη — Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, προσωποποίηση της μετάδοσης του λόγου, των παραδόσεων, των διηγήσεων κλπ. Θεωρούνταν κυρίως η θεά της αναγγελίας των νικών στους αθλητικούς αγώνες και γι’ αυτό οι ποιητές τη χαρακτήριζαν πτερόεσσα, πολύλαλο,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»