-
1 νέκρα
[нэкра] ουσ. Θ. мертвая тишина, застой,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > νέκρα
-
2 натюрморт
-
3 мертво
κ. мертво1. επίρ. νεκρικά.2. ως κατηγ. είναι νέκρα•после полуночи в переулке совсем мертво μετά τα μεσάνυχτα στην πάροδο είναι τελείως νέκρα (καμιά κίνηση).
βλ. мертвецки:εκφρ.мертво пьян (пьяный) – βλ. στη λ. мертвецки. -
4 зольник
1. (поддувало) η τεφροδόχος 2. кож. το ασβεστούχο υγρό. свежий - φρέσκο -, νωπό - 3. (ёмкость) η λεκάνη ασβεστίου зольность η περιεκτικότητα σε τέφρα зона 1. (определённое пространство, характеризующееся каким-л. общим признаком) η περιοχή, η ζώνη, το τμήμα* активная - (ядерного реактора) το ενεργό τμήμα, η ενεργητική ζώνη (του πυρηνικού αντιδραστήρα)- воспроизводства (ядерного реактора) η ζώνη αναπαραγωγής (του πυρηνικού αντιδραστήρα)запретная - απαγόρευσης, απαγορευτική -координатная (геод.) - των συντεταγμένων- молчания (ак.рад.) - σιγήςоколошовная (ев) - πλησίον της ραφής, κοντά στη ραφήпограничная - η μεθόριος, η συνοριακή ζώνη- размытости (тлв.) - θολότητας2. (на магнитной ленте) η ζώνη (της μαγνητικής ταινίας)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зольник
-
5 безжизиенность
безжи́зиенн||остьж ἡ νεκρότητα [-ης], ἡ νέκρα. -
6 застой
заст||о́йм ἡ <-τάση [-ις], ἡ στασιμότητα, ἡ νέκρα:\застой крови ἡ στάση τοῦ αίματος· \застой промышленности ἡ στασιμότητα τής βιομηχανίας· находиться в состоянии \застойоя βρίσκομαι σέ στασιμότητα. -
7 натюрморт
натюрмортм ἡ νεκρά φύσις, ἡ νατούρ-μόρτ. -
8 тишина
тишин||аж ἡ ήσυχία, ἡ ήρεμία/ ἡ σιγαλιά, ἡ σιωπή (безмолвие)/ ἡ γαλήνη (спокойствие):мертвая \тишина ἡ νέκρα, ἡ νεκρική σιγή· соблюдайте \тишинау μήν θορυβείτε. -
9 натюрморт
[νατγιουρμόρτ] ουσ. α νεκρά φύση -
10 натюрморт
[νατγιουρμόρτ] ουσ α νεκρά φύση -
11 безжизненность
-и θ.νέκρα, νεκρότητα• ατονία. -
12 затишье
-я ουδ.1. κάλμα, γαλήνη, νηνεμία, ηρεμία. || σιωπή, σιγή, ησυχία, σιγαλιά.2. απάγκιο, απανέμι, απανεμιά. || μέρος απόμακρο, απομονωμένο.3. Μτφ. νέκρα, στασιμότητα. -
13 келейный
επ.του κελιού•-ая жизнь μοναστική ζωή•
-ая тишина άκρα ησυχία, νέκρα.
|| κρυφός, μυστικός. -
14 мертвенность
-и θ.νεκρότητα• νέκρα•лица νεκρικό χρώμα του προσώπου.
-
15 мертвенный
επ., βρ: -венен, -венна, -вен-но.1. νεκρικός•мертвенный цвет νεκρικό χρώμα•
мертвенный вид νεκρική όψη.
2. μτφ. στερημένος ζωής, ζωντάνιας, κίνησης•-ая пустота νεκρική ερημιά•
мертвенный покой νεκρική σιγή•
-ая неподвижность νεκρική ακινησία, νέκρα.
-
16 мертвечина
-ы θ.1. αθρσ. τα ψοφίμια.2. μτφ. ηθικός και πνευματικός ξεπεσμός, μαρασμός• νέκρα, νεκρωμάρα. -
17 мёртвый
επ., βρ: мёртв, мертва, мёртво κ. мертво, мёртвы κ. мертвы1. νεκρός, πεθαμένος•-ое тело νεκρό σώμα (πτώμα)•
приказано взять его -го или живого διατάχτηκε να τον πιάσουν νεκρό ή ζωντανό.
2. μτφ. -ое молчание νεκρική σιγή•мёртвый вид νεκρική όψη•
-ые улицы νεκροί (έρημοι) δρόμοι•
на улице было -о στο δρόμο ήταν νέκρα (καμιά κίνηση)•
мёртвый сезон νεκρή σεζόν, εποχή αναδουλιάς•
-ые знания νεκρές γνώσεις•
-ые краски εξίτηλα χρώματα.
3. ουσ. ο νεκρός, ο πεθαμένος.εκφρ.- ая вода – α) ανεπάρκεια νερού (για κίνηση υδρόμυλου), β) διαλκ. λιμνάζον νερό. γ) νερό θαυματουργό (μυθ.)• -ая голова α) νεκροκεφαλή, β) νυχτοπεταλούδα (πού έχει στη ράχη της σχήματα ομοιάζοντα με νεκροκεφαλές)•- ая зыбь – η φούσκο θαλασσιά•мёртвый капитал – α) νεκρό κεφάλαιο, β) νεκρός πλούτος γνώσεων•- ая петля – α) βρόχος (θηλιά) αγχόνης.4. (αερπ.) το λούπιγκ•- ая точка – (φυσ.) νεκρό σημείο•- ая хватка – α) νεκρικό δάγκωμα σκύλου (κατά το οποίο για πολύ δεν ανοίγουν οι σιαγόνες του), β) επιμονή για επίτευξη•- ая природа – νεκρή φύση•- ое пространство – (στρατ.) το απυρόβλητο, νεκρή γωνία•мёртвый час – ώρα ανάπαυσης(στα θεραπευτήρια)•мёртвый штиль – απόλυτη νηνεμία•мёртвый язык – νεκρή γλώσσα (που δε μιλιέται πια)•мёртвый якорь – η άγκυρα του ναυδέτου (σημαδούρας)•ни жив ни мёртв – μισοπεθαμένος, μισοζώντανος•пить -ую (чашу) – γίνομαι στουπί στο μεθύσι•спать (заснуть, уснуть) -ым сном – πέφτω ψόφιος στον ύπνο, κοιμούμαι βαθιά. -
18 сосредоточенный
επ. από μτχ.1. συγκεντρωμένος.2. εντατικός• προσηλωμένος, αφοσιωμένος. || μτφ. απορροφημένος.εκφρ.άκρα σιωπή (σιγή), νέκρα•сосредоточенный огонь – συγκεντρωμένα πυρά.
См. также в других словарях:
νέκρα — η 1. η ιδιότητα του νεκρού. 2. έλλειψη ζωής, απόλυτη ακινησία, στασιμότητα: Μεγάλη νέκρα στην αγορά. 3. απόλυτη σιγή: Τι νέκρα έχει ο τόπος τούτος! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νεκρά — νεκρός corpse neut nom/voc/acc pl νεκρά̱ , νεκρός corpse fem nom/voc/acc dual νεκρά̱ , νεκρός corpse fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νέκρα — η 1. το γνώρισμα τού νεκρού 2. έλλειψη κάθε εκδήλωσης ζωής, στασιμότητα, μαρασμός 3. απόλυτη σιγή 4. απόλυτη ησυχία, απόλυτη γαλήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. (νεκρά) τού επιθ. νεκρός, ά, όν, με αναβιβασμό τού τόνου (πρβλ. ξερός:… … Dictionary of Greek
νεκρᾷ — νεκρός corpse fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νεκρά Θάλασσα — (αραβ. Al – Bahr, εβρ. Yam ha – Melah). Λιμναία λεκάνη (1.020 τ. χλμ.) της Παλαιστίνης, στο βαθύπεδο του Ελ Γορ. Ανήκει στην Ιορδανία, εκτός από το νοτιοδυτικό τμήμα που ανήκει στο Ισραήλ. Bρίσκεται περίπου 395 μ. κάτω από την επιφάνεια της… … Dictionary of Greek
νεκρᾶι — νεκρᾷ , νεκρός corpse fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκράν — νεκρά̱ν , νεκρός corpse fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκράς — νεκρά̱ς , νεκρός corpse fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek