Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

νάρκωση

См. также в других словарях:

  • νάρκωση — (Ιατρ.). Βλ. λ. αναισθησία. * * * η (Α νάρκωσις) [ναρκώνω] το αποτέλεσμα τού ναρκώνω, η επέλευση τής νάρκης, απώλεια τής συνείδησης και παύση κάθε κίνησης νεοελλ. ιατρ. 1. η ελάττωση τής διεγερτικότητας τού νευρικού συστήματος ώς την εξασθένηση ή …   Dictionary of Greek

  • νάρκωση — η αναισθητοποίηση, μούδιασμα, μάργωμα, λήθαργος: Πέθανε πάνω στη νάρκωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ναρκώσῃ — ναρκώσηι , νάρκωσις a benumbing fem dat sg (epic) ναρκάω grow stiff pres part act fem dat sg (attic epic ionic) ναρκόω benumb aor subj mid 2nd sg ναρκόω benumb aor subj act 3rd sg ναρκόω benumb fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναισθησία — Κατάργησητης αισθητικότητας και συνεπώς του πόνου. Η ανθρωπότητα άρχισε τον δύσκολο αγώνα εναντίον του σωματικού πόνου εδώ και χιλιάδες χρόνια, από τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν εκχυλίσματα βοτάνων και δρόγες που έφερναν ύπνο… …   Dictionary of Greek

  • ενδοτραχειακός — ή, ό 1. αυτός που βρίσκεται ή εισάγεται στην τραχεία 2. φρ. α) «ενδοτραχειακή νάρκωση» νάρκωση κατά την οποία το αναισθητικό χορηγείται με διασωλήνωση τής τραχείας β) «ενδοτραχειακή διασωλήνωση» …   Dictionary of Greek

  • ναρκώδης — ναρκώδης, ῶδες (Α) [νάρκη] 1. ναρκωμένος, αναίσθητος, μουδιασμένος 2. αυτός που προξενεί νάρκωση («τὸ ναρκῶδες νεῡρον», Ιπποκρ.). επίρρ... ναρκωδέως (Α) ιων. τ. με νάρκωση …   Dictionary of Greek

  • αναισθητικά — Φαρμακευτικές ουσίεςπου η βασική τους ενέργεια είναι η πρόκληση νάρκωσης. Ο όρος νάρκωση είναι γενικός και δηλώνει την οποιαδήποτε παροδική μείωση ή κατάργηση κυτταρικών λειτουργιών. Τα α. διακρίνονται σε γενικά και τοπικά. γενικά α.Φάρμακα που… …   Dictionary of Greek

  • Allgemeinnarkose — Dieser Artikel oder Abschnitt bedarf einer Überarbeitung. Näheres ist auf der Diskussionsseite angegeben. Hilf mit, ihn zu verbessern, und entferne anschließend diese Markierung. Die Narkose (altgriechisch νάρκωσις, nárkōsis heute νάρκωση,… …   Deutsch Wikipedia

  • Intubationsnarkose — Dieser Artikel oder Abschnitt bedarf einer Überarbeitung. Näheres ist auf der Diskussionsseite angegeben. Hilf mit, ihn zu verbessern, und entferne anschließend diese Markierung. Die Narkose (altgriechisch νάρκωσις, nárkōsis heute νάρκωση,… …   Deutsch Wikipedia

  • Kurznarkose — Dieser Artikel oder Abschnitt bedarf einer Überarbeitung. Näheres ist auf der Diskussionsseite angegeben. Hilf mit, ihn zu verbessern, und entferne anschließend diese Markierung. Die Narkose (altgriechisch νάρκωσις, nárkōsis heute νάρκωση,… …   Deutsch Wikipedia

  • Narkose — Die Narkose (von altgriechisch ναρκόειν narkóein ‚betäuben, schlaff machen‘ bzw. ναρκώδης narkṓdēs ‚erstarrt, betäubt‘;[1] neugriechisch νάρκωση nárkosi ‚In Schlaf Versetzen‘) oder genauer Allgemeinanästhesie ist ein medikamentös herbeigeführter …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»