-
1 μηκος
дор. μᾶχος - εος τό1) длина, протяжение(ὁδοῦ Her.; πλοῦ Thuc.)
ἐπὴ или κατὰ μ. Arst. — в длину, вдоль;τὸ μ. или (ἐς) μ. Her. — по длине, в длину2) долгота, продолжительность(χρόνου Aesch.)
μ. λόγου Aesch. и τῶν λόγων Soph. — долгая речь;ἐν μήκει λόγων διελθεῖν Thuc. — долго рассказывать;εἶπέ μοι, μέ μ., ἀλλὰ σύντομα Soph. — скажи мне, не распространяясь, а сжато3) досл. размеры, величина, перен. глубина (sc. τῆς χαρᾶς Soph.) -
2 μήκος
τό1) длина, протяжённость;κατά μήκος — вдоль;
2) продолжительность, длительность;3) перен. пространность (речи и т. п.); 4) геогр. долгота;§ κατά μήκος και κατά πλάτος — а) в длину и ширину; — б) вдоль и поперёк; — всесторонне, детально
-
3 μῆκος
τὸ μῆκος, ους длина; продолжительность -
4 μῆκος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μῆκος
-
5 μήκος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μήκος
-
6 μῆκος
длина, долгота, протяжение, продолжительность.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μῆκος
-
7 μῆκος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μῆκος
-
8 μῆκος
-
9 μήκος
[микос] ουσ ο длина. -
10 αυτομηκος
-
11 μακος
-
12 μακρος
I.3(compar. μακρότερος - Anth. тж. μάσσων, superl. μακρότατος и μήκιστος)1) длинный(δόρυ, ὄζοι Hom.)
μακρὰ ναῦς Thuc. (ср. лат. navis longa) — длинный, т.е. военный корабль2) далекий, дальний(κέλευθος Hom.; οἶμος Hes.; ναυτιλίαι Her.; χώρα NT.)
3) высокий(οὔρεα, δένδρεον, κίων, κῦμα, τεῖχος, κλῖμαξ Hom.)
4) глубокий(φρεῖαρ Hom.)
5) большой, обширный(ἤπειρος Aesch.; πλοῦτος Soph.)
6) долгий, продолжительный(ἦμαρ, νύξ Hom.; χρόνος Soph.; ὀδύρματα Eur.; ὅ μὲν βίος βραχύς, ἥ δὲ τέχνη μακρή погов. Luc.)
διὰ μακροῦ (sc. χρόνου) и διὰ μακρῶν Eur. — долго, надолго;οὐ διὰ μακροῦ Plat. — немного спустя;μηνὴ μακρότερος Her. — (год) продолжительностью дольше на месяц7) давнишний, старый(ἐέλδωρ Hom.)
8) длинный, пространный(λόγοι Soph.). - см. тж. μακρά, μακράν, μακρόν и μακρῷ
II. -
13 κατά
(κατ;καθ') прав. I με γεν., αιτιατ. 1) (при обознач, направления) к; по;(γεν.) κατά
ηλιού — к солнцу;— тшт.) κατά τον ρούν πόταμου — по течению реки;κατ' ευθείαν прямо;πάω κατά την θάλασσα — идти к морю;
κατά τη δύση — на запад;
γυρισμένος κατά τον τοίχο — повёрнутый к стене;
μου το είπε κατά πρόσωπο — он мне сказал это в лицо;
τα παράθυρα μου βλέπουν κατά το βουνό — мои окна выходят на гору;
κατά πού; — куда?;
κατά πού πας; — куда идёшь?;
κατά πού έκαμε; — куда он направился?;
κατά πού πάει ο δρόμος; — куда ведёт дорога?;
κατά κεί — туда;
κατά δω — сюда!;
2) (при обознач, места) на;(γεν.)
κοιμάται κατά γης — он спит на полу, на земле;ξηρά και θάλασσα — на суше и на море;καθ' όλην την Ελλάδα по всей Греции;3) возле, около;κάθομαι εκεί κατά τον σταθμό — я живу там около вокзала;
II με γεν. против;ομιλώ κατά κάποιου выступать против кого-л.;είμαι κατά τού πολέμου — быть против войны;
υπέρ και κατά за и против;III με αιηατ. 1) (при обознач, времени):κατά τον Παγκόσμιο πόλεμο — во время мировой войны;
κατά τη συμπλοκή — во время схватки;
κατά την απουσία μου — в моё отсутствие;
κατά τό βραδάκι — вечерком, к вечеру;
κατά го τέλος τού Φλεβάρη — к концу февраля;
κατά τό μεσημέρι — к полудню;
κατά τα μεσάνυχτα — к полуночи;
κατά τίς δέκα — к десяти часам;
κατ' αυτάς в эти дни; на днях;2) в соответствии с, согласно, по;κατά τη γνώμη μου — по моему мнению;
κατά συνθήκην — по договорённости, по (обойдному) согласию;
κατ' εμέ а) по моему мнению; б) по-моему; по мне (разг);κατά τα συνηθισμένα του — по своему обыкновению;
τον νόμο — по закону;κατά τό γράμμα και το πνεύμα τού νόμου — согласно букве и духу закона;
κατά γενικήν απαίτησιν — по общему требованию;
κατά βούληση — по желанию;
κατά τίς περιστάσεις — смотря по обстоятельствам;
κατ' αναλογία в соответствии...;κατά κανόνα — как правило;
κατά ποιόν και κατά ποσόν — по качеству и по количеству;
κατά τό μήκος — по длине;
κατά τό πλάτος — по ширине;
τό ύψος — по высоте;κατά τα ειωθότα — как обычно;
κατ' εκλογήν по выбору, на выбор;κατ' αρχαιότητα по старшинству; 3) (с сущ. без артикля в наречных оборотах для обознач, образа действия или причины):κατά μήκος — вдоль;
κατά πλάτος — поперёк;
κατά λάθος — по ошибке, ошибочно;
κατά τύχην — случайно;
κατά σύμπτωση — случайно, по совпадению;
κατ' ανάγκη по необходимости;κατά μέρος — в сторону;
παίρνω κάποιον κατά μέρος — отводить кого-л. в сторону;
άφησε τα αυτά κατά μέρος — оставь это;
4) (при обознач, разницы):ήμουνα κατά δεκαπέντε χρόνια νεώτερος του — я был на. пятнадцать лет моложе его;
5) (при обознач, сходства, подобия):κατ' εικόνα και ομοίωση по образу и подобию своему; 6) (при обознач, частичности, разделения, распределения):κατά τεμάχια — по кускам;
κατά μέρη — по частям;
-
14 αβαθης
-
15 αγεννης
21) безродный, низкого происхождения Her., Plat., Plut.2) неблагородный, низкий, низменный Her., Plat., Arst., Plut.3) жалкий, невзрачный, дрянной(κύων Dem.; βλάστημα Plut.)
τὰ πλεῖστα τῆς χώρας ἀγεννῆ (ἦν) Plut. — большая часть страны была бесплодна;ξύλον ἀγεννὲς εἰς μῆκος Plut. — низкорослое дерево -
16 ανηνυτος
21) нескончаемый, бесконечный, безысходный(οἶτος κακῶν Soph.; κακόν Plat.)
κατὰ τὸ μῆκος ἀ. Polyb. — нескончаемо длинный2) бесполезный, бесцельный, напрасный(ἔργον, εὐχαί, Σισύφου πέτρος, πόνος Plat.; ἆθλα Plut.)
-
17 απλατης
-
18 εκτασις
- εως ἥ1) растягивание, развертывание2) вытягивание(κώλων Arst.)
ἐπὴ μῆκος ἔ. Arst. — вытягивание в длину3) грам. удлинение, протяжность(τῶν στοιχείων Plut.)
-
19 εκτασσω
атт. ἐκτάττω выстраивать, med. выстраиваться в боевой порядок Xen., Polyb., Diod.αὐτῶν εἰς μῆκος ἐκτεταγμένων Plut. — когда они заняли более дальние (боевые) позиции (досл. когда их строй растянулся в длину)
-
20 εκτελευταω
1) совершать, осуществлять(τι и γενέσθαι τι Pind.)
2) завершать, оканчивать, pass. оканчиваться Soph.3) заканчиваться
См. также в других словарях:
μῆκος — length neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήκος — Η απόσταση από το ένα άκρο ενός αντικειμένου έως το άλλο. Ακόμη ως μ. ορίζεται η μεγαλύτερη από τις δύο οριζόντιες διαστάσεις οποιουδήποτε σχήματος ή σώματος. * * * το (ΑΜ μῆκος, Α δωρ. τ. μᾱκος) 1. η έκταση ενός αντικειμένου από το ένα άκρο του… … Dictionary of Greek
μήκος — ο ους 1. η απόσταση από το ένα άκρο ως το άλλο ενός αντικειμένου, το μάκρος: Το μήκος του φορέματος έφτανε στο πάτωμα. 2. η μεγαλύτερη από τις δύο οριζόντιες διαστάσεις κάθε σχήματος ή σώματος: Το δωμάτιο είχε μήκος έξι μέτρα και πλάτος πέντε. 3 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μήκος κύματος — Η ελάχιστη απόσταση ανάμεσα σε δύο οποιαδήποτε σημεία ενός κύματος, τα οποία διαταράσσονται με παρόμοιο τρόπο. Αν θεωρήσουμε μια χορδή επί της οποίας διαδίδεται ένα εγκάρσιο –ημιτονοειδές κύμα– (όπως όταν κουνάμε πάνω κάτω την ελεύθερη άκρη ενός… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek