-
1 herhalde
μάλλον -
2 вряд ли
μάλλον όχι, είναι αμφίβολο -
3 galiba
μάλλον, ίσως, καθώς φαίνεται -
4 More
adj.P. and V. πλείων.More or less: P, ἢ πλείων ἢ ἐλάσσων (Dem. 330).——————adv.P. and V. πλεῖον, πλέον.To form comparatives: P. and V. μᾶλλον.With numerals: Ar. and P. πλεῖν.More that half were found to be Carians: P. ὑπὲρ ἥμισυ Κᾶρες ἐφάνησαν (Thuc. 1, 8).More zealous than wise: V. πρόθυμος μᾶλλον ἢ σοφωτέρα (Eur., Med. 485).With more zeal than love: V. προθύμως μᾶλλον ἢ φίλως (Æsch., Ag. 1591).More worthy that rich: P. βελτίων ἢ πλουσιώτερος (Lys. 153).All the more: P. and V. τοσούτῳ μᾶλλον, τοσῷδε μᾶλλον.The more I believe, the more I am at a loss what to do: P. ὅσῳ μᾶλλον πιστεύω τοσούτῳ μᾶλλον ἀπορῶ ὅτι χρήσωμαι (Plat., Rep. 368B).Doing things that it is a great disgrace even to speak of, much more for respectable people to perpetrate: P. τοιαῦτα ποιοῦντες ἃ πολλὴν αἰσχύνην ἔχει καὶ λέγειν μὴ ὅτι γε δὴ ποιεῖν ἀνθρώπους μετρίους (Dem. 1262).Many times more, adj.: P. πολλαπλάσιος.More and more: P. ἐπὶ πλέον, V. μᾶλλον μᾶλλον (Eur., I.T. 1406).Longer: P. and V. ἔτι.No more of this: P. οὕτω περὶ τούτων, ταῦτα μὲν οὖν οὕτως (Isoc.), P. and V. τοιαῦτα μὲν δὴ ταῦτα, V. τούτων μὲν οὕτω, τοιαῦτα μὲν τάδʼ ἐστί; see so much for that under much.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > More
-
5 наверное
наверное μάλλον, είναι πιθανό* он, \наверное, задержится αυτός μάλλον ν' αργήση* * *μάλλον, είναι πιθανόон, наве́рное, заде́ржится — αυτός μάλλον ν'αργήση
-
6 пожалуй
-
7 более
болеенареч1. περισσότερο, μᾶλλον:тем \более, что... πολύ περισσότερο πού...; \более или менее λίγο πολύ, μᾶλλον, κατά τό μᾶλλον ἡ ήττον \более того καί ἐπιπλέον2. (сравн. ст. от много) περισσότε-ρο[ν], πλέον, πιό (πολύ):\более серьезное положение πιό σοβαρή κατάσταση. -
8 пожалуй
пожалуйвводн. сл. μάλλον, μπορεί νά:\пожалуй, ты прав μᾶλλον Εχεις δίκηο· я, \пожалуй, приду́ ἐγώ μάλλον θά ἐρθω. -
9 скорее
скорее, скорей1. (сравнит, ст. от прил скорый и нареч скоро) γρηγορώ-τερα, πιό γρήγορα·2. нареч (лучше, предпочтительнее) καλλίτερα, κάλλιο, προτιμότερο[ν]:он \скорее умрет, чем\скорее сдастся θά προτιμήσει νά πεθάνει παρά νά παραδοθεί·3. нареч (вернее) μᾶλλον, περισ-σότερο[ν]:он \скорее похож на мать, чем на отца μάλλον μοιάζει τήν μητέρα του παρά τόν πατέρα του· ◊ \скорее всего́ μάλλον, τό πιθανότερον εἶναι, τό πιό πιθανό εἶναι. -
10 скорей
скорее, скорей1. (сравнит, ст. от прил скорый и нареч скоро) γρηγορώ-τερα, πιό γρήγορα·2. нареч (лучше, предпочтительнее) καλλίτερα, κάλλιο, προτιμότερο[ν]:он \скорей умрет, чем\скорей сдастся θά προτιμήσει νά πεθάνει παρά νά παραδοθεί·3. нареч (вернее) μᾶλλον, περισ-σότερο[ν]:он \скорей похож на мать, чем на отца μάλλον μοιάζει τήν μητέρα του παρά τόν πατέρα του· ◊ \скорей всего́ μάλλον, τό πιθανότερον εἶναι, τό πιό πιθανό εἶναι. -
11 Rather
adv.P. and V. μᾶλλον.I had rather (with infin.): P. and V. βούλομαι μᾶλλον, or V. βούλομαι alone (Eur., And. 351).Somewhat: with adj. and adv., use comparative.Rather weak: P. and V. ἀσθενέστερος.Nay rather: P. and V. μὲν οὖν.Let someone come forward and prove to me or rather to you that I am not speaking the truth: P. παρελθών τις ἐμοί, μᾶλλον δὲ ὑμῖν δειξάτω ὡς οὐκ ἀληθῆ ταῦτʼ ἐγὼ λέγω (Dem. 20).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Rather
-
12 едва
едва μόλις (лишь только ) δύσκολα (с трудом) ◇ \едва не... παραλίγο να...' \едва ли μάλλον όχι, είναι αμφίβολο* * *μόλις ( лишь только); δύσκολα ( с трудом)••едва́ не... — παραλίγο να…
едва́ ли — μάλλον όχι, είναι αμφίβολο
-
13 верно
верно1. нареч (преданно) πιστά.2. нареч (правильно) σωστά, ἀκριβῶς·3. предик безл εἶναι σωστό:совершенно \верно πολύ σωστά, ἀπόλυτα σωστά·4. вводн. сл. (вероятно) πιθανόν, μάλλον, ὅπως φαίνεται:он, \верно забыл μάλλον θά ξέχασε· он, \верно не придет φαίνεται πώς δέν θά ἐρθει. -
14 вряд
врядли частица εἶναι ἀμφίβολο[ν], 'μᾶλλον ὄχι, μᾶλλον δεν..., εἶναι ἀπίθα-νο[ν]. -
15 маловероятный
маловероятн||ыйприл μάλλον ἀπίθανος, ὁ λίγο πιθανός:\маловероятныйые слухи μάλλον ἀπίθανες φήμες. -
16 менее
менее(сравнит, ст. от мило) (ὁ)λιγώ-τερο[ν], μικρότερο[ν]:\менее двух месяцев λιγώτερο ἀπό δύο μήνες· не \менее ὁχι λιγώτερο· ◊ тем не \менее καί ὅμως· \менее всего τό λιγώτερο ἀπ' ὀλα· более или \менее μᾶλλον, κατά τό μάλλον καί ἡττον, λίγο πολύ. -
17 наверно
навернонареч1. (несомненно) ἀσφαλώς, σίγουρα·2. (вероятно) μάλλον, κατά πᾶσαν πιθανότητα, ὅπως φαίνεται:я, \наверно, не приду́ μάλλον δέν θά ἐρθω. -
18 навряд
наврядли частица разг πολύ ἀπίθα-νο[ν], μάλλον δέν:\навряд он сегодня придет μάλλον δέν θά ἔρθει σήμερα. -
19 quite
1. adverb1) (completely; entirely: This is quite impossible.) εντελώς2) (fairly; rather; to a certain extent: It's quite warm today; He's quite a good artist; I quite like the idea.) μάλλον, αρκετά2. interjection(exactly; indeed; I agree: `I think he is being unfair to her.' `Quite'.) μάλλον -
20 rather
1) (to a certain extent; slightly; a little: He's rather nice; That's a rather silly question / rather a silly question; I've eaten rather more than I should have.) μάλλον2) (more willingly; preferably: I'd rather do it now than later; Can we do it now rather than tomorrow?; I'd rather not do it at all; I would/had rather you didn't do that; Wouldn't you rather have this one?; I'd resign rather than do that.) καλύτερα3) (more exactly; more correctly: He agreed, or rather he didn't disagree; One could say he was foolish rather than wicked.) μάλλον, για την ακρίβεια
См. также в других словарях:
μᾶλλον — very indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάλλον — (AM μᾱλλον, Α ιων. τ. μάλιον, δωρ. τ. μαλλότερον) επίρρ. 1. πιο πολύ, σε μεγαλύτερο βαθμό, περισσότερο («μᾱλλον τοῡ ξυμφέροντος» περισσότερο από όσο συμφέρει, Αντιφ.) 2. προτιμότερο, καλύτερα, κάλλιο («οὐ πώποτ ἔργου μᾱλλον εἱλόμην λόγους», Ευρ.) … Dictionary of Greek
μάλλον — επίρρ. ποσοτ.,1. περισσότερο, προτιμότερο, καλύτερο: Θα ήθελα μάλλον να μιλήσω με κάποιον υπεύθυνο. 2. με το διαζευκτικό ή έχει επανορθωτική έννοια: Έλα, ή μάλλον τηλεφώνησε. 3. πιθανόν: Το Πάσχα θα το περάσουμε μάλλον στην Κρήτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μαλλόν — Μαλλός flock of wool masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλλόν — μαλλός flock of wool masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μᾶλλον ἀδικεῖσθαι ἢ ἀδικεῖν. — См. Лучше в обиде быть, нежели в обидчиках … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἐκ πολέμον μὲν γὰρ εἰρήνη μάλλον βεβαιοῦται. — ἐκ πολέμον μὲν γὰρ εἰρήνη μάλλον βεβαιοῦται. См. Если хочешь мира, готовься к войне … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἐκ πολέμου μὲν γαρ εἰρήνη μᾶλλον βεβαιοῦται. — ἐκ πολέμου μὲν γαρ εἰρήνη μᾶλλον βεβαιοῦται. См. Хочешь покою, готовься к бою … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πᾶς τις αὐτὸν τοῦ πέλας μᾶλλον φιλεῖ. — πᾶς τις αὐτὸν τοῦ πέλας μᾶλλον φιλεῖ. См. Всякий сам себе ближе … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὅσῳ ταράττεις τήν κόπρον, τοσούτῳ μάλλον ὄξει. — ὅσῳ ταράττεις τήν κόπρον, τοσούτῳ μάλλον ὄξει. См. Не тронь, так и не воняет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πᾶς γὰρ τὸ οἰκεῖον ἔργον ἀγαπᾷ μᾶλλον ἢ. — См. Всякому свое мило … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)