-
1 заветный
заветн||ыйприл (сокровенный) ὁ μύχιος:\заветныйое желание ὁ μύχιος πόθος. -
2 заветный
επ.1. ιερός, πολύτιμος. || ακριβός, προσφιλής, αγαπητός.2. παλ. κληρονομικός.3. μύχιος, ενδόμυχος• μυστικός• κρυφός•-ое желание μύχιος πόθος, κρυφός καημός. Η παλ. απαγορευμένος.
-
3 затаенный
затаенн||ый1. прич. от затаить·2. прил κρυφός, μυστικός, κρυμμένος:\затаенныйая ненависть τό κρυφό μίσος· \затаенныйая мечта ὁ κρυφός (или ὁ μύχιος) πόθος·3. прил (приглушенный) ὑπόκωφος:\затаенный шум ὁ ὑπόκωφος θόρυβος· с \затаенныйым дыханием μέ πιασμένη ἀναπνοή. -
4 сокровенный
сокровенн||ыйприл μύχιος, (απόκρυφο, ἐνδόμυχος· \сокровенныйые желания οἱ μύχιοι πόθοι. -
5 inner
['inə]1) (placed etc on the inside or further in: The inner tube of his tyre was punctured.) εσωτερικός2) ((of feelings etc) secret or hidden: I could not guess what his inner thoughts might be.) ενδόμυχος/μύχιος•- inner tube -
6 заветный
[ζαβιέτνυΐ] εκ. μύχιος -
7 сокровенный
[σακραβιέννυΐ] εκ. μύχιος -
8 заветный
[ζαβιέτνυϊ] επ μύχιος -
9 сокровенный
[σακραβιέννυϊ] επ μύχιος -
10 задушевный
επ.εγκάρδιος•задушевный разговор εγκάρδια συνομιλία•
задушевный друг γκαρδιακός (επιστήθιος) φίλος.
|| μύχιος, ενδόμυχος. -
11 сокровенный
επ. -вен, -венна, -венноμύχιος, ενδόμυχος• κρυφός• μυστικός•-ые мысли κρυφές σκέψεις•
-ое желание κρυφός καημός•
-ые чувства κρυφά αισθήματα.
См. также в других словарях:
μύχιος — inward masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύχιος — α, ο (Α μύχιος, ία, ον, θηλ. και ος) [μυχός] αυτός που βρίσκεται στο βάθος, εσωτερικός, εσώτατος, βαθύς, κρυφός, απόκρυφος (α. μύχια σκέψη» β. «μυχίη καταλέξεται ἔνδοθεν οἴκου», Ησίοδ.) αρχ. 1. αυτός που σχηματίζει βαθύ κόλπο, μυχό, βαθύκολπος… … Dictionary of Greek
μύχιος — α, ο αυτός που βρίσκεται στο βάθος κάποιου πράγματος, ο πιο εσωτερικός, ο ενδόμυχος: Μου αποκάλυψε τις μύχιες σκέψεις του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μύχιον — μύχιος inward masc acc sg μύχιος inward neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυχίη — μύχιος inward fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυχίοιο — μύχιος inward masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυχίοις — μύχιος inward masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυχίους — μύχιος inward masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυχίῃσιν — μύχιος inward fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυχίῳ — μύχιος inward masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύχια — μύχιος inward neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)