-
1 μελος
I(τοῦ ζῴου μέρη καὴ μέλη Plat.; ἐν ἑνὴ σώματι μέλη πολλά NT.)
κατὰ μέλεα Her. — на (отдельные) члены;ἀσθενῶ μέλη Eur. — я ослабел теломII- εος τό1) песня, поэма, лирическое произведение(καλλίνικον Pind.; τὸ μ. ἐκ τριῶν ἐστι συγκείμενον λόγου τε καὴ ἁρμονίας καὴ ῥυθμοῦ Plat.)
ἐν μέλεϊ ποιέειν τι Her. — воспеть что-л.;τὰ μέλη Plat. — лирическая поэзия2) напев, мелодияἐν μέλει Plat. — в лад, стройно;
παρὰ μ. Plat., Arst. — нестройно, перен. невпопад, некстати -
2 μέλος
μέλος το1) мелодия, мелодия какого-нибудь церковного песнопения;2) член, часть целогоЭтим.дргр. первоначальное значение – «часть тела». Значение «музыкальное сочленение» появилось позднее и относится главным образом к лирической музыке. Употребление слова в значении «часть (целого), член» возможно способствовало семасиологическому переносу значения, которое наблюдается в этом случае и в ирландском языке – alt «часть, поэма» -
3 μέλος
τό1) в разн. знач член;αντεπιστέλλον μέλος — членкорреспондент;
επίτιμον μέλος — почётный член;
μέλος του κόμματος (της οικογένειας) — член партии (семьи);
μέλος της κυβέρνησης (βουλής) — член правительства (парламента);
τα μέλη της εξισώσεως мат. члены уравнения;2) уст. напев, мелодия, песня -
4 μέλος
τὸ μέλος, ους ['склад'] 1. член, сустав; 2. песня, лирич. стихотворение (ср. мелика, мелодия) -
5 μέλος
{сущ., 34}член, часть тела.Ссылки: Мф. 5:29, 30; Рим. 6:13, 19; 7:5, 23; 12:4, 5; 1Кор. 6:15; 12:12, 14, 18-20, 22, 25-27; Еф. 4:25; 5:30; Кол. 3:5; Иак. 3:5, 6; 4:1.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μέλος
-
6 μέλος
{сущ., 34}член, часть тела.Ссылки: Мф. 5:29, 30; Рим. 6:13, 19; 7:5, 23; 12:4, 5; 1Кор. 6:15; 12:12, 14, 18-20, 22, 25-27; Еф. 4:25; 5:30; Кол. 3:5; Иак. 3:5, 6; 4:1.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μέλος
-
7 μέλος
член, часть тела.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μέλος
-
8 μέλος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μέλος
-
9 μέλος
песня, мелодия -
10 μέλος
[мэлос] ουσ ο член, часть тела, член партии и т. д. -
11 γοερος
-
12 επαυλεω
сопровождать игрой на свирели(τῇ θυσίᾳ Luc.; τὸ σπονδεῖον μέλος τινί Sext.)
; pass. петься в сопровождении свирели(δάϊον μέλος ἐπαυλεῖται Eur.)
-
13 μελιζω
I[μέλος I] расчленять, рассекать на части Luc.IIдор. μελίσδω [μέλος II]1) тж. med. петь, играть(σύριγγι Theocr.)
2) воспевать(τινὰ ἀοιδαῖς Pind.)
3) сопровождать пением(πάθη γοερά Aesch.)
4) придавать благозвучие, делать музыкальным(τέν ποιητικήν Sext.)
-
14 αλυρος
2не сопровождаемый игрой на лире(Ἄϊδος μοῖρα Soph.; ὕμνοι Eur.; μαθήματα ποιητῶν Plat.; μέλος Arst.; ἔρωτες Plut.)
-
15 αντικλαζω
-
16 αρματειος
2колесничный(σύριγγες Eur.; δίφρος Xen.; τροχοί Plut.)
ἁ. νόμος Plut. — боевая походная песнь, но ἁρμάτειον μέλος Eur. скорбный напев -
17 αρμονια
ион. ἁρμονίη, эп. ἁρμονιά ἥ1) скрепление, связь(ἁρμονίαι διαχάσκουσαι Arph.; τῶν λίθων Diod.)
2) паз, щель3) скрепа(γόμφοι καὴ ἁρμονιαί Hom.)
4) pl. соглашение, договор(μάρτυροι ἁρμονιάων Hom.)
5) установление, порядок(Διός Aesch.)
6) душевный склад, характер(γυναικῶν Eur.)
7) муз. строй, лад(Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος Pind.; ἁ. Δώριος Arst.)
8) слаженность, соразмерность(ἐν τῷ σώματι Plat.)
9) стройность, гармония(ἐν τοῖς φθόγγοις καὴ ἔργοις Plat.; τῶν φερομένων ἄστρων Arst.)
-
18 αυληεις
-
19 αυτουργος
I21) действующий самαὐτουργῷ χερί Soph. — собственноручно;
2) живущий личным трудом(γεωργοί Xen.; ἄνθρωποι Thuc., Plut.)
3) природный, естественный, незатейливый(μέλος τεττιγος Anth.)
II -
20 αχορδος
См. также в других словарях:
μέλος — limb neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… … Dictionary of Greek
μέλος — το 1. μέρος του σώματος: Τον χτυπούσαν σε κάθε μέλος του σώματος. 2. το κάθε άτομο μιας ομάδας ή συνόλου: Πολλά μέλη του κόμματος διαφώνησαν. 3. χορικό, άσμα, τραγούδι: Τα μέλη της τραγωδίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Γρηγοριανό μέλος — Όρος με τον οποίο υποδηλώνεται ολόκληρος ο μουσικός πολιτισμός της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, που άνθησε ακόμα και πριν από τον πάπα Γρηγόριο Α’ τον Μέγα, και συνεχίστηκε έως την υστερομεσαιωνική περίοδο. Το Γ.μ. είναι αυστηρά μονοφωνικό και… … Dictionary of Greek
Καρικόν μέλος — Αρχαίος μουσικός ρυθμός καρικής καταγωγής, που είναι γνωστός και ως χορίαμβος. Αποτελείται από τροχαίους και ιάμβους και συνήθιζαν να τον αποδίδουν με αυλό … Dictionary of Greek
μέλει — μέλος limb neut nom/voc/acc dual (attic epic) μέλεϊ , μέλος limb neut dat sg (epic ionic) μέλος limb neut dat sg μέλω to be an object of care pres ind mp 2nd sg μέλω to be an object of care pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονωδία — Μέλος για μια μόνο φωνή χωρίς συνοδεία, που χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα και στον Μεσαίωνα έως τον 9o αι., δηλαδή έως την έναρξη της εποχής της πολυφωνίας. Η περίοδος της μ. ονομάστηκε μονωδιακή ή ομοφωνική, όρος που σημαίνει ότι μια ομάδα… … Dictionary of Greek
φτερούγα — Μέλος ή κινητή απόφυση, που επιτρέπει στα πουλιά και σε πολλά έντομα να πετούν. Στα πουλιά οι φ. αντιστοιχούν με τα μπροστινά άκρα των άλλων σπονδυλωτών, και κατά συνέπεια με τα μπράτσα του ανθρώπου. Η φ. αποτελείται από σκελετό χωρισμένο σε 3… … Dictionary of Greek
μελέεσι — μέλος limb neut dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελέεσιν — μέλος limb neut dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελέεσσι — μέλος limb neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)