-
1 μελας
μέλαινα, μέλᾰν, gen. μέλᾰνος, μελαίνης, μέλᾰνος1) черный(ναῦς, γαῖα Hom.; πέπλοι Eur.; καπνός Aesch.)
; темный(νύξ Aesch.; κῦμα Hom.; αἷμα Soph.)
; темно-красный(οἶνος Hom.)
2) окутывающий тьмой(ἄχεος νεφέλη, νέφος θανάτοιο, θάνατος Hom.)
3) мрачный, жестокий(Ἄρης, Ἐρινύς Aesch.; φόνος Pind.)
4) зловещий, несчастный(ὄναρ Aesch.; ἡμέραι Plut.)
5) глухой, тусклый(φωνή Arst.)
6) загадочный, темный(ἱστορίη Anth.)
7) бессовестный, гнусный(ἄνθρωποι Plut.)
-
2 Μελας
- ᾰνος ὅ (sc. ποταμός) Мелан, «Черная река»1) река в Фессалии Plut.2) река во Фракии Her.3) река в Беотии Plut. -
3 μέλας
μέλας, μέλαινα, μέλαν черный (ср. меланхолия; Мелания) -
4 μέλας
(-ανος), α*να, αν чёрный, тёмный;μέλας οίνος — красное вино;
μέλας ζωμός ист. — чёрная похлёбка (пища спартанцев)
-
5 μέλας
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μέλας
-
6 μέλας
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μέλας
-
7 μελάς
ο пасечник, производитель мёда;торговец мёдом -
8 μέλας
черный, темный, мрачный, вороной.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μέλας
-
9 μέλας
черныйчернымΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μέλας
-
10 μέλας
-
11 μειλας
-
12 Μειλας
-
13 μελαινα
-
14 μελαινος
-
15 μελαις
-
16 μελαν
-
17 μελανος
-
18 μελαντατος
superl. к μέλας См. μελας -
19 μελαντερος
compar. к μέλας См. μελας -
20 αμφιμελας
μέλαινα, μέλαν1) весь черный или почерневший(κόνις Anth.)
2) помрачневший, омраченный(φρένες Hom.)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek
Μέλας — Μέλᾱς , Μέλας black masc nom sg Μέλας black masc nom/voc sg Μέλᾱς , Μέλης masc acc pl (doric) Μέλᾱς , Μέλης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελάς — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek
μέλας — μέλᾱς , μέλας black masc nom sg μέλᾱς , μέλη fem acc pl μέλᾱς , μέλη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μελάς, Παύλος — (Μασσαλία 1870 – Σιάτιστα, Δυτική Μακεδονία 1904). Στρατιωτικός και μακεδονομάχος. Η προσωπικότητά του άσκησε σοβαρή επίδραση στην πολιτική της ενεργής συμμετοχής της Ελλάδας στον λεγόμενο Μακεδονικό Αγώνα. Το 1874 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου… … Dictionary of Greek
Μελάς, Σπύρος — (Ναύπακτος 1883 – Αθήνα 1966). Δημοσιογράφος, συγγραφέας και θεατρικός σκηνοθέτης. Ξεκίνησε να σπουδάζει νομικά, όμως εγκατέλειψε το πανεπιστήμιο και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Εργάστηκε σε πλήθος εφημερίδες, όπου πρωτοδημοσιεύτηκαν και… … Dictionary of Greek
μελάς — ο έμπορος ή παραγωγός μελιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μέλας Δρυμός — (γερμ. Schwartzwald). Ορεινή περιοχή (περ. 5.180 τ. χλμ.) της νοτιοδυτικής Γερμανίας στο κρατίδιο του Μπάντεν Βυρτεμβέργης, στα Ν της λεγόμενης Ρηνανικής τάφρου. Αρχίζει από τα σύνορα με την Ελβετία και προχωρεί με κατεύθυνση από ΝΔ προς ΒΑ. Στο… … Dictionary of Greek
Άνω Μελάς — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.030 μ., 47 κάτ.) του νομού Καστοριάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορεστίων … Dictionary of Greek
ζωμός, μέλας — Η κυριότερη τροφή στα συσσίτια της αρχαίας Σπάρτης, στα οποία έπαιρναν μέρος υποχρεωτικά όλοι οι ενήλικες Σπαρτιάτες, ακόμα κι οι βασιλιάδες. Τον παρασκεύαζαν από χοιρινό κρέας, που έβραζε μέσα σε αίμα, με προσθήκη αλατιού και ξιδιού. Συνοδευόταν … Dictionary of Greek
μέλαν — μέλας black masc voc sg μέλας black neut nom/voc/acc sg μέλᾱν , μέλη fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)