-
1 тополь
бот. η λεύκαη λεύκηчёрный - (осокорь) λεύκη η μέλαινα.топоними{}ка{}лингв. η τοπωνυμικήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тополь
-
2 тополь
топольм ἡ λεύκα, ἡ λεύκη, ὁ αίγειρος:пирамидальный \тополь ἡ πυραμιδοειδής λεύκη· серебристый \тополь ἡ λεύκα· черный \тополь (осокорь) τό καβάκι, ἡ μέλαινα λεύκη. -
3 тополь
-я, πλθ. тополя, κ. тополи α.η λεύκα•белый тополь η άσπρη (λευκά) λεύκα•
чёрный тополь λεύκα ή μέλαινα ή έγειρος (επιστ.), καβάκι (λκ.).
-
4 Rise
v. intrans.Get up from sitting, etc.: P. and V. ἀνίστασθαι, ἐξανίστασθαι, V. ὀρθοῦσθαι, Ar. and P. ἐπανίστασθαι.Of an assembly: P. and V. ἀνίστασθαι.Awake: P. and V. ἐγείρεσθαι, ἐξεγείρεσθαι.Go up: P. and V. ἀνέρχεσθαι.Ascend: P. and V. αἴρεσθαι, ἄνω φέρεσθαι.What shall I tell of first? The dust that rose to heaven? V. τί πρῶτον εἴπω πότερα τὴν ἐς οὐρανὸν κόνιν προσαντέλλουσαν; (Eur., Supp. 687).Of ground: use P. μετέωρος εἶναι.Grow, increase: P. and V. αὐξάνεσθαι, αὔξεσθαι, P. ἐπαυξάνεσθαι, Ar. and P. ἐπιδιδόναι, V. ὀφέλλεσθαι.When the price of corn rose: P. ὅτε ὁ σῖτος ἐπετιμήθη (Dem. 918, cf. 1208).Prices had risen: P. αἱ τιμαὶ ἐπετέταντο (Dem. 1290).Come into being: P. and V. φαίνεσθαι, γίγνεσθαι, Ar. and P. ἀναφαίνεσθαι, V. ὀρωρέναι (perf. of ὀρνύναι).Rise in rebellion: Ar. and P. ἐπανίστασθαι.Rise against: Ar. and P. ἐπανίστασθαι (dat.).Of a river: P. ἀναδιδόναι (Hdt.).Rise in a place: use P. and V. ῥεῖν ἐκ (gen.).Of a wind: use P. and V. γίγνεσθαι (Thuc. 1, 54).A black rock rising high above the ground: V. μέλαινα πέτρα γῆς ὑπερτέλλουσʼ ἄνω (Eur., Hec. 1010).——————subs.Increase: P. ἐπίδοσις, ἡ.Growth: P. αὔξησις, ἡ.Origin: P. and V. ἀρχή, ἡ.Of the sun, etc.: P. ἀνατολή, ἡ, V. ἀντολή, ἡ, or pl.Of a star: P. ἐπιτολαί, αἱ.At sun rise: P. ἅμʼ ἡλίῳ ἀνέχοντι (Xen.), V. ἡλίου τέλλοντος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Rise
См. также в других словарях:
μελαίνα — μελαίνᾱ , μέλαινα fem nom/voc/acc dual μελαίνᾱ , μέλας black fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαίνᾳ — μελαίνᾱͅ , μέλαινα fem dat sg (doric aeolic) μελαίνᾱͅ , μέλας black fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μελαίνα — Μελαίνᾱ , Μελαίνα fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μελαίνᾳ — Μελαίνᾱͅ , Μελαίνα fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μέλαινα — Μελαίνα fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλαινα — fem nom/voc sg μέλας black fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλαινα — I Επονομασία της θεάς Δήμητρας. Σύμφωνα με τον Παυσανία, της δόθηκε για την πένθιμη περιβολή που φορούσε κατά την αναζήτηση της Κόρης. Ήταν πολύ διαδεδομένη στην αρκαδική πόλη της Φιγάλειας· σε μια σπηλιά που καλείται σήμερα Μαυροσπηλιά, υπήρχε… … Dictionary of Greek
Ἡ γῆ μέλαινα πίνει. — См. И курица пьет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
μελαίνας — μελαίνᾱς , μέλαινα fem acc pl μελαίνᾱς , μέλαινα fem gen sg (doric aeolic) μελαίνᾱς , μέλας black fem acc pl μελαίνᾱς , μέλας black fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μελαίνας — Μελαίνᾱς , Μελαίνα fem acc pl Μελαίνᾱς , Μελαίνα fem gen sg (doric aeolic) Μελαίνᾱς , Μελαίνευς masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλαιν' — μέλαινα , μέλαινα fem nom/voc sg μέλαιναι , μέλαινα fem nom/voc pl μέλαινα , μέλας black fem nom/voc sg μέλαιναι , μέλας black fem nom/voc pl μέλαινε , μελαίνω blacken pres imperat act 2nd sg μέλαινε , μελαίνω blacken imperf ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)