-
1 μόχθος
[мохтос] ουσ. а. тягостный груд, тягость, мука,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μόχθος
-
2 труд
труд м 1) (работа) η εργασία, η δουλεία; физический (умственный) \труд η χειρωνακτική (διανοητική) εργασία 2) (усилие) о μόχθος, η δυσκολία, ο κόπος; без \труда χωρίς δυσκολία; с \трудом με δυσκολία 3) (сочинение) το έργο, το σύγγραμμα* * *м1) ( работа) η εργασία, η δουλειάфизи́ческий (у́мственный) труд — η χειρωνακτική (διανοητική) εργασία
2) ( усилие) ο μόχθος, η δυσκολία, ο κόποςбез труда́ — χωρίς δυσκολία
с трудо́м — με δυσκολία
3) ( сочинение) το έργο, το σύγγραμμα -
3 сизифов
сизифовприл:\сизифов труд σισύφειος μόχθος, τό ἔργο τοῦ Σίσυφου. -
4 усталь
у́стал||ьж разг ὁ κόπος, ὁ μόχθος, ἡ κούραση:без \устальи ἀκούραστα, ἀδιάκοπα· не внать \устальи εἶμαι ἀκούραστος. -
5 0. приклеивание, наклеивание, επ.κολλώ
[эпиколло] р. приклеивать, наклеивать, επ.κός [эпикос] εκ. эпический, επ.κράτεια [эпикратиа] ουσ. Θ. держава, государство, επ.κράτηση [эпикратиси] ουσ. Θ. преобладание, перевес, επ.κρατώ [эпикрато] р. преобладать, господствовать, επ.κρίνω [эпикрино] р. осуждать, критиковать, επ.κριση [эпикриси] ουσ. Θ. осуждение, критика, επ.κράτηση [эпикротитси] ουσ. Θ. рукоплескание, громкое одобрение. επ.κροτώ [эпикрото] р. рукоплескать, громко одобрить, επ.κύρωση [эпикироси] ουσ. Θ. утверждение επ.κυρώνω [эпикироно] р. узаконивать επ.λέγω [эпилэго] р. избирать, отбирать. επ.λεκτος [эпилэктос] εκ. отборный, лучший, επ.λογή [эпилоги] ουσ. Θ. выбор, отбор, επ.λογος [эпилогос] ουσ. а. заключение, эпилог. επ.λυση [эпилиси] ουσ. Θ. решение, разрешение, επ.λύω [эпилио] р. решать, разрешать. επ.μέλεια [эпимэлиа] ουσ. Θ. усердие, прилежание, επ.μελής [эпимэлис] εκ. усердный, прилежный, επ.μελητήριο [эпимелитирио] ουσ. о. институт επ.μένω [эпимэно] р. упорствовать, настаивать, επ.μήκης [эпимикис] εκ. продолговатый, удлиненный, επ.μηκύνω [эпимикино] р. удлинять. επ.μιξία [эпимиксиа] ουσ. Θ. постояное общение επ.μονή [эпимони] ουσ. Θ. упорство, настойчивость, επ.μονος [эпимонос] εκ. упорный, настойчивый, επ.μοχθος [эпимохтос] εκ. тяжелый, трудный, επ.νόημα [эпиноима] ουσ. о. изобретение, выдумка επ.νοητικός [эпиноитикос] εκ. изобретательный, находчивый, επ.νοώ [эпиноо] р. изобретать, выдумывать, επ.πεδο [эпипэдо] ουσ. о. горизонтальная плоскость, уровень. επ.πεδος [эпнпэдос] εκ. плоский, ровный, επ.πλέον [эпиплэон] εκίρ. кроме того. επ.πλέω [эпиплэо] р. держаться на поверхности воды, επ.πληξη [эпипликси] ουσ. Θ. выговор, порицание, επ.πλήττω [эпиплитго] р. делать выговор,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > 0. приклеивание, наклеивание, επ.κολλώ
-
6 вымученный
επ. από μτχ.βασανισμένος, επί μόχθος•-ая мысль βασανισμένη σκέψη.
-
7 кровавый
επ., βρ: -вав, -а, -о.1. αιματηρός•-ые события αιματηρά γεγονότα.
2. αιμόφυρτος, καθημαγμένος.3. ματωβαμμένος•царь ματωβαμμένος τσάρος.
4. κόκκινος, πορφυρός.εκφρ.кровавый понос – αιματερή διάρροια•- ая рвота – αιματημεσία•- ая месть – παλ. βλ. στη λ. кровный• -ые слёзы καυτά δάκρυα•кровавый пот – ιδροκόπημα (μόχθος)•до -го пота – μέχρι, ιόροκόπημα (ζεθέωμα, ζεπάτωμα), -
8 сизифов
-
9 труд
-а α.1. εργασία, δούλε ιά•физический труд χειρωνακτική εργασία•
умственный труд πνευματική εργασία•
намный труд μισθωτή εργασία•
производительность -а παραγωγικότητα της εργασίας•
орудия -а εργαλεία της δουλειάς•
плата за -ы ο μισθός της δουλειάς•
разделение -а καταμερισμός εργασίας•
жить своим -ом ζω με τη δουλειά μου.
|| πλθ. -ы ασχολίες, φροντίδες. || εξυπηρέτηση.2. έργο•научный труд επιστημονική εργασία.
3. προσπάθεια, ένταση• κόπος, μόχθος• δυσκολία•с большим -ом με μεγάλη δυσκολία•
взять на себя -κάνω τον κόπο.
εκφρ.без -а – χωρίς κόπο, εύκολα•с -ом – με κόπο, δύσκολα•египетский - – εξαντλητική δουλειά (όπως των πυραμίδων).
См. также в других словарях:
μόχθος — μόχθος, ο και μόχτος, ο κόπος σωματικός, καταπόνηση, ταλαιπωρία, βάσανο: Βγάζει με μόχθο το ψωμί του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μόχθος — toil masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόχθος — και μόχτος, ο (ΑΜ μόχθος, Μ και μόχτος) 1. σωματικός κόπος, επίπονη προσπάθεια, καταπόνηση: 2. ταλαιπωρία μσν. 1. θλίψη 2. βιασύνη, σπουδή 3. βιοπάλη αρχ. 1. στον πληθ. οι μόχθοι οι δυσχέρειες, τα βάσανα 2. φρ. «μόχθος τέκνων» μόχθος υπέρ τών… … Dictionary of Greek
μόχθω — μόχθος toil masc nom/voc/acc dual μόχθος toil masc gen sg (doric aeolic) μοχθόω weary pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) μοχθόω weary imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόχθε — μόχθος toil masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόχθοι — μόχθος toil masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόχθοιο — μόχθος toil masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόχθοις — μόχθος toil masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόχθοισι — μόχθος toil masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόχθοισιν — μόχθος toil masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόχθον — μόχθος toil masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)