-
1 μονός
[монос] εκ. нечетный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μονός
-
2 μόνος
[монос] εκ. один, единый, одинокий.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μόνος
-
3 одинарный
μονός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > одинарный
-
4 непарный
μονός, άζυγοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > непарный
-
5 нечётный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нечётный
-
6 нечётный
-
7 один
одного α., одна, одной θ., одно, одного ουδ., πλθ. одни-их (αριθμ.ποσοτικό)•1. ο αριθμός 1. || ένας•один метр ένα μέτρο•
одна книга ένα βιβλίο•
комната в одно окно δωμάτιο μ ένα παράθυρο.
|| ως ουσ. ο ένας•с-меро одного не ждут οι εφτά δεν περιμένουν τον ένα•
все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους•
все до одного όλοι μέχρι τον ένα•
одно ему не доставало ένα του έλειπε.
2. ως επ. μόνος, μοναχός•я живу один в доме ζω μοναχός στο σπίτι.
|| μοναδικός•у него один только сын αυτός έχει ένα μοναδικό παιδί.
3. ως επ. ίδιος, όμοιος•жить в -ом доме ζω στο ίδιο σπίτι•
он со мной -их лет αυτός κι εγώ είμαστε συνομήλικοι•
одно и то же время τον ίδιο καιρό ή ταυτόχρονα.
|| οριστ. αντων. (εγώ) ο ίδιος• μόνος μου•я один это сделал εγώ μόνος μου το έφτιασα.
|| ενιαίος, σαν ένας.4. ως αντων. με την πρόθεση «из»; ένας απο... один из всех ένας απ όλους•один из нас ένας από μας.
|| με την αντων. другой; переходить с одного места на другое περνώ από τη μια θέση στην άλλη. || ως ουσ. ο μεν, ο ένας•один говорить так, другой не так ο μεν λέγει έτσι ο δε αλλιώς ο ένας λέει έτσι, ο άλλος αλλιώτικα.
5. άλλος, διαφορετικός•одно дело поэзия один другое дело проза άλλο είναι η ποίηση κι άλλο είναι ό πεζός λόγος•
говорит одно, а думает другое άλλο λέει κι άλλο σκέφτεται.
6. αόρ. αντων. κάποιος, ένας•один день μια μέρα•
одно время έναν καιρό (κάποτε).
εκφρ.один за другим – ο ένας κοντά (πίσω) από τον άλλον•один к одному – ένας τον άλλον παρόμοιος•- о к одному – το ένα διαδέχεται το άλλο•один на один – α) ένας με έναν, τετ α τετ• κατά μόνας, κατ ιδίαν, β) ένας προς έναν•все как один – όλοι σαν ένας άνθρωπος (σύσσωμα)•одну минуту, секунду – ένα λεπτό, δευτερόλεπτο (περίμενε)•ставить на одну доску с кем – παραλληλίζω ή παρομοιάζω με κάποιον•стать на одну доску с кем – εξομοιάζομαι με. -
8 одинокий
επ. -ок, -а, -о.1. (απο)μονωμένος, ξεμοναχιασμένος•-ое дерево μεμονωμένο δέντρο•
-ая жизнь μοναχική (κατά μάνας) ζωή•
-ая старость μοναχικά γεράματα.
2. μόνος,μοναχός (χωρίς γονείς, συγγενείς)• έρημος•со-всм одинокий εντελώς μόνος, ολομόναχος, καταμόναχος•
я остился совсем одинокий έμεινα μόνος κι έρημος ή σαν την καλαμιά στον κάμπο..
ως ουσ. εργένης, μπεκιάρης. || ακοινώνητος, απομονωμένος, μονήρης.3. παλ. μοναχικός, για έναν•-ая комната μοναχικό δωμάτιο.
-
9 сам
сама, само (οριστική αντωνυμία).1. ο ίδιος, μόνος (μου)- εγώ•я сам это сделал εγώ ο ίδιος το έκανα•
вы -и знаете εσείς οι ίδιοι ξέρετε ή μόνοι σας ξέρετε•
сам во всм виноват εγώ φταίω για όλα;•
других учит, а сам ничего не знает άλλους διδάσκει, ενω ο ίδιος δεν ξέρει τίποτε•
-а ест, другим не дат μόνη της τρώει, στους άλλους δε δίνει.
2. μόνος, εξ ιδίων•слзы так -и льются τα δάκρυα έτσι μόνα τους πηγαίνουν (ρέουν),
3. (επιτακτικό)• (και) ο ίδιος, ακόμα (και) ο ίδιος•сам чрт не разберт καιο διάβολος ακόμα δε μπορεί να ξέρει.
4. ουσ. ο νοικοκύρης, ο αφέντης, ο αρχηγός, το κεφάλι, ο τρανός•приехал ο τρανός ήρθε.
5. μαζί με ουσ. σημαίνει: ποιότητα, ιδιότητα• προσωποποίηση ή ενσάρκωση•он -а доброта ο ίδιος είναι η καλοσύνη (προσωποποίηση της καλοσύνης).
εκφρ.-а, -о собой – άθελα, ακούσια•глаза закрываются -и – τα μάτια κλείνονται μόνα τους•- о собой разумеется – εννοείται, είναι αυτονόητο, υπονοείται, εξυπακούεται, αυθυπακούεται, μιλά μόνο του•сам, сама, само по себе: α) μόνος μου, μοναχός μου, αυτοτελώς; β) αυτός καθ εαυτός, αυτή καβ εαυτή, αυτό καθ εαυτό• αυτός ο ίδιος, αυτή η ίδια, αυτό το ίδιο. γ) κάτι το ίδιο, το ιδιαίτερο•сам себе голова (хозяин, господин – κ.τ.τ.) είμαι αυτεξούσιος, αυτοκέφαλος, αυτοτελής, αυτοκυρίαρχος, κύριος εαυτού•сам, -а, -о за себя говорит – μιλά μόνο του, είναι ολοφάνερο. -
10 импульс
1. (механический) η ώση, η ώθηση, η ορμή, η ποσότητα της κίνησης- ракетного двигателя удельный η (καθαρή) ώση του πυραυλοκινητήρα (Ν x sec. kg)2. (волновой) о παλμ/ός, η κίνησηгасящий (тлв.) - σβέσηςединичный (вид испытательного сигнала в системах автоматического управления) - μονός -зондирующий (рлк) - ερεύνης/έρευναςкомандный(рлк.) - ελέγχουмешающий (тлв) - περιττός -, τοεμπόδιοпороговый - οριακός/χαμηλός -прямой - (рлк.) ευθύς/κύριος -стирающий «<■ σβέσηςуправляющий - ελέγχου/χειρισμού- электромагнитного поля - του ηλεκτρικού πεδίου, ηλεκτρομαγνητικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > импульс
-
11 единственный
единственный μόνος, μοναδικός ◇ \единственныйое число грам. о ενικός αριθμός* * *μόνος, μοναδικός••еди́нственное число́ — грам. ο ενικός αριθμός
-
12 один
один (одна. одно, одни) ένας ( μία, ένα)· одни ножницы ένα ψαλίδι 2) (без других) μόνος* * *(одна, одно, одни)1) ένας (μία, ένα)одни́ но́жницы — ένα ψαλίδι
2) ( без других) μόνος -
13 одинокий
-
14 сам
сам (сама, само, сами) о ίδιος, μόνος μου (σου, του, κτλ.)· я \сам видел το είδα ο ίδιος; он \сам это сказал о ίδιος το είπε· она и \сама это знает το ξέρει η ίδια; они \сами придут θα ρθουν μόνοι τους ◇ само собой разумеется είναι αυτονόητο* * *(сама, само, сами)ο ίδιος, μόνος μου (σου, του, κτλ.)я сам ви́дел — το είδα ο ίδιος
он сам э́то сказа́л — ο ίδιος το είπε
она́ и сама́ э́то зна́ет — το ξέρει η ίδια
они́ сами приду́т — θα ρθουν μόνοι τους
••само́ собо́й разуме́ется — είναι αυτονόητο
-
15 нечет
нечетм разг ὁ μονός ἀριθμός; чет и \нечет μονός καί ζυγός. -
16 нечетный
нечетн||ыйприл μονός, περιττός:\нечетныйое число ὁ μονός (или περιττός) ἀριθμός. -
17 один
один1. числ. είς, ἐνας:только \один раз μόνο μιά φορά, μιά φορά μονάχα· \один или два ἔνας ἡ δύο· \один из иих ἔνας ἀπ' αὐτούς' \один билет Ινα εἰσιτήριο· одни́ щипцы μιά μασιά· одним ударом μ' ἕνα κτύπημα·2. прил (без других, в одиночестве) μόνος, ὁλομόναχος:я сделал эту работу \один αὐτήν τήν ἐργασία τήν £κανα μόνος μου (или μοναχός μου)· он был совсем \один ήταν ὁλομόναχος· мать и сестра остались совсем одии́ ἡ μητέρα καί ἡ ἀδελφή Εμειναν ἐντελώς μόνες (или Ολομόναχες)·3. прил (никто другой, единственный) μονάχα, μόνο[ν]; одна надежда его поддерживает τόν κρατἄ μόνον μιά ἐλπίδα· одна лишь мысль καί μόνο ἡ σκέψη·4. прил (тот оке самый, одинаковый) ὁ αὐτός, ὁ ίδιος:\один и тот же ὁ ἰδιος, είς καί ὁ αὐτός· это одно́ и то́ же εἶναι τό ἰδιο, εἶναι ἕνα καί τό αὐτό· в одно́ и то же время ταυτόχρονα, ταυτοχρόνως, συγχρόνως· говорить одно́ и то́ же κοπανώ τά ἰδια καί τά ἰδια· одного возраста τῆς ίδιας (или τής αὐτής) ἡλικίας·5. мест, (какой-то, некий) ἐνας, κάποιος:я прочел.-.то в одио́м журнале αὐτό τό διάβασα σ' ἕνα περιοδικό·6. мест, (только, исключительно) μόνο[ν], μονάχα, ὀποκλει-·τικά [-<δς]:здесь одии́ только женщины и дети ἐδῶ εἶναι μόνο γυναίκες καί παιδιά·7. сущ. ἔνας·. -
18 одинокий
одино́||кий1. прил μόνος, ἀπομονωμένος, μοναχικός, ξεμοναχιασμένος·2. прил (о человеке) μόνος, χωρίς οίκογέ-νεια:совсем \одинокий κατάμονος·3. м ὁ μπεκιάρης, ὁ ἐργένης, ὁ ἀνύπανδρος. -
19 одиночка
одиноч||ка 1. μ, ж ὁ μόνος, ὁ ὁλομόναχος:жить \одиночкакой ζῶ ὁλομόναχος·2. ж (камера) разг τό κελλί· ◊ куста́рь-· \одиночка ὁ μικροβιοτέχνης· действовать в \одиночкаку ἐνεργώ μόνος. -
20 сам
саммест. (сама, само, сами)1. (лично) ἐγώ ὁ ἰδιος, αὐτός ὁ ἰδιος:он \сам это сказал αὐτός ὁ ἰδιος τό είπε· я \сам ви́дел τό είδα ὁ ϊδιος·2. (без посторонней помощи) μόνος, μοναχός:он \сам справился с работой μόνος του τήν ἔβγαλε πέρα τή δουλειά·3. (усиливает значение мест, и сущ.) ὁ ἰδιος:\сам отец сказал ὁ ἰδιος ὁ πατέρας τό είπε·4. (хозяин, глава) уст. τό ἀφεντικό·5. (олицетворенный) προσωποποιημένη:он \сам сама доброта εἶναι ἡ καλωσύνη προσωποποιημένη· ◊ \сам не свой σαστισμένος· \самό собой разумеется εἶναι αὐτονόητο, ἐννοείται· \сам по себе (по природе) ἀυτός καθ' ἐαυτός.
См. также в других словарях:
μόνος — alone masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόνος — η, ο (ΑΜ μόνος, η, ον, Α επικ. και ιων. τ. μοῡνος, η, ον, δωρ. τ. μῶνος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται χωριστά από άλλους, χωρισμένος από άλλους, μοναχός (α. «θα πάω μόνη διακοπές» β. «μοῡνος ἐὼν πολέσιν μετὰ Καδμείοισιν», Ομ. Ιλ.) 2.… … Dictionary of Greek
μονός — ή, ό (Μ μονός, ή, όν) (για αριθμό) αυτός που δεν μπορεί να διαιρεθεί διά τού δύο, περιττός, σε αντιδιαστολή προς τον άρτιο, τον ζυγό νεοελλ. 1. αυτός που αποτελείται από ένα μόνο στοιχείο, απλός, μονομερής («μονή κλωστή») 2. (για άνθος) αυτός που … Dictionary of Greek
μονός — ή, ό 1. αυτός που αποτελείται από ένα μόνο στοιχείο, ο απλός: Μονό κρεβάτι. 2. (για αριθμούς), αυτός που δεν μπορεί να διαιρεθεί ακριβώς με το δύο, ο περιττός: Το τρία είναι μονός αριθμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μόνος — η, ο 1. μονάχος, μοναχός, χωρίς τους άλλους: Πέρασε μόνος τις διακοπές. 2. μοναδικός: Η μόνη του χαρά ήταν τα εγγόνια του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μόνα — μόνος alone neut nom/voc/acc pl μόνᾱ , μόνος alone fem nom/voc/acc dual μόνᾱ , μόνος alone fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονώτατα — μόνος alone adverbial superl μόνος alone neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονώτατον — μόνος alone masc acc superl sg μόνος alone neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοῦνον — μόνος alone masc acc sg (epic ionic) μόνος alone neut nom/voc/acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μούνω — μόνος alone masc/neut nom/voc/acc dual (epic ionic) μόνος alone masc/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) μονόω make single pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) μονόω make single imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μούνων — μόνος alone fem gen pl (epic ionic) μόνος alone masc/neut gen pl (epic ionic) μονόω make single imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) μονόω make single imperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)