-
1 μωρια
ион. μωρίη ἥ глупость, нелепость, безумие(μ. καὴ ἀλογία Plat.)
ἐδόκει μ. εἶναι ταῦτα Thuc. — (все) это показалось нелепым -
2 μωρία
{сущ., 5}глупость, безумие, юродство (бессмысленный, безумный, глупый поступок).Ссылки: 1Кор. 1:18, 21, 23; 2:14; 3:19.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μωρία
-
3 μωρία
{сущ., 5}глупость, безумие, юродство (бессмысленный, безумный, глупый поступок).Ссылки: 1Кор. 1:18, 21, 23; 2:14; 3:19.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μωρία
-
4 μωρία
η глупость, нелепость -
5 μωρία
глупость, безумие, юродство (бессмысленный, безумный, глупый поступок).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μωρία
-
6 μωρία
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μωρία
-
7 μωρία
-
8 μωρία
[мориа] ουσ θ нелепость, ребячество. -
9 μορια
III -
10 εξανεμοω
1) наполнять ветром, надуватьἐξηνεμώθην μωρίᾳ Eur. — я обезумел
2) превращать в ничто, расстраивать(Ἑλένης λέχη Ἀλεξάνδρῳ Eur.)
3) pass. приходить в возбужденное состояние(αἱ ἵπποι ἐξανεμοῦνται Arst.)
4) быть неспособным к деторождению(οὐ κυΐσκονται - sc. αἱ γυναῖκες - διὸ καὴ καλεῖται ἐξανεμοῦσθαι Arst.)
-
11 σιναμωρια
-
12 σκανδαλον
-
13 μωρότητα
[-ης (-ητος)] η см. μωρία -
14 3472
{сущ., 5}глупость, безумие, юродство (бессмысленный, безумный, глупый поступок).Ссылки: 1Кор. 1:18, 21, 23; 2:14; 3:19.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3472
См. также в других словарях:
μωρία — μωρίᾱ , μωρία folly fem nom/voc/acc dual μωρίᾱ , μωρία folly fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρίᾳ — μωρίαι , μωρία folly fem nom/voc pl μωρίᾱͅ , μωρία folly fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρία — η (ΑΜ μωρία, Α ιων. τ. μωρίη, Μ και ἀμωρία) [μωρός] η ιδιότητα τού μωρού, βλακεία, ανοησία, αφροσύνη νεοελλ. ιατρ. διανοητική καθυστέρηση σε βαθμό που απαιτείται φροντίδα και προστασία τού πάσχοντος (νεοελλ. μσν.) λόγος ή πράξη ανόητη,… … Dictionary of Greek
μωρία — η 1. ανοησία, χαζομάρα: Κάνει συνεχώς μωρίες. 2. (ιατρ.), διανοητική εξασθένηση: Τον παρακολουθεί γιατρός γιατί πάσχει από μωρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μωρίας — μωρίᾱς , μωρία folly fem acc pl μωρίᾱς , μωρία folly fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρίαι — μωρία folly fem nom/voc pl μωρίᾱͅ , μωρία folly fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρίαν — μωρίᾱν , μωρία folly fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωριῶν — μωρία folly fem gen pl μωρίζω to be foolish fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρίαις — μωρία folly fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρίη — μωρία folly fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρίην — μωρία folly fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)