Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μυώ

  • 1 μυώ

    [мио] р. посвящать

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μυώ

  • 2 приобщить

    -щу, -щишь, παθ. μτχ. παρλθ. приобщённый, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    1. ενημερώνω, κατατοπίζω μπάζω μυώ, κατηχώ γνωρίζω•

    приобщить в тайну μυώ σε μυστικό•

    приобщить детей к общественной жизни γνωρίζω τα παιδιά με την κοινωνική ζωή.

    2. επισυνάπτω•

    приобщить документы к делу επισυνάπτω (υποβάλλω) τα έγγραφα της υπόθεσης.

    3. (εκκλσ.) βλ. причастить (2 σημ.).
    γνωρίζομαι, κατατοπίζομαι, ενημερώνομαι• μυώμαι, κατηχώμαι.
    βλ. причаститься (2 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > приобщить

  • 3 приобщить

    1. (познакомить, посвятить) ενημερώνω, κατατοπίζω, γνωρίζω, μυώ 2. (приложить, присоединить) επισυνάπτω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приобщить

  • 4 посвятить

    посвятить
    сов, посвящать несов
    1. ἀφιερώνω, ἀφιερῶ:
    \посвятить свою жизнь работе ἀφιερώνω ὅλη τήν ζωή μου στήν ἐργασία·
    2. (кому-л. книгу и т. п.) ἀφιερώνω·
    3. (в тайну) μυώ, μπάζω, είσάγω·
    4. (в сан) уст. χειροτονώ, ἀναγορεύω.

    Русско-новогреческий словарь > посвятить

  • 5 соня

    соня 1. м, ж (о человеке) разг ὁ ὑπναρβς, ἡ ὑπναροῦ· 2. ж зоол. ὁ μυω-ξός.

    Русско-новогреческий словарь > соня

  • 6 посвятишь

    -вящу, -вятишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. посвященный, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    1. μυώ, πληροφορώ κρυφά.
    2. αφιερώνω•

    посвятишь всю жизнь искусству αφιερώνω όλη τη ζωή στην τέχνη•

    посвятишь стихотворение погибшим за свободу Греции αφιερώνω το ποίημα στους πεσόντες για τη λευτεριά της Ελλάδας.

    3. χειροτονώ•

    посвятишь в архимандриты, в епископы χειροτονώ σε αρχιμανδρίτη, σε επίσκοπο.

    χειροτονούμαι•

    посвятишь из дьякона в священника χειροτονούμαι από διάκος σε παπά.

    Большой русско-греческий словарь > посвятишь

  • 7 соня

    α. κ. θ.
    1. υπναράς, -ρού.
    2. μυω-ξός, τρωκτικό θηλαστικό.

    Большой русско-греческий словарь > соня

См. также в других словарях:

  • μύω — (Α) 1. (μτβ.) κλείνω («ὕπνος ἔμυσε κόρας», Ανθ. Παλ.) 2. (αμτβ.) (για ανθρώπους και ζώα) κλείνω τα μάτια ή τα χείλια («μύω τε καὶ δέδορκα», Σοφ.) 3. (για τα μάτια, το στόμα ή άλλο συστελλόμενο άνοιγμα) είμαι κλειστός, κλείνω, κλείνομαι 4. (για… …   Dictionary of Greek

  • μύω — close pres subj act 1st sg μύω close pres ind act 1st sg μυόω make muscular pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) μυόω make muscular imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυώ — μυώ, μύησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μυώ — (I) μυῶ, άω (Α) 1. συμπιέζω τα χείλη σε ένδειξη αποδοκιμασίας («τί μοι μυᾱτε κἀνανεύετε;», Αριστοφ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «μυᾱτε σκαρδαμύττετε». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται άπαξ στον Αριστοφάνη και στη γλώσσα τού Ησυχίου «μυᾱτε σκαρδαμύττετε», όπου… …   Dictionary of Greek

  • μυώ — μύησα, μυήθηκα, μυημένος 1. εισάγω κάποιον σε θρησκευτικό μυστήριο, προσηλυτίζω, διδάσκω, κατηχώ: Μυήθηκε στον ινδουισμό. 2. μτφ., αποκαλύπτω σε κάποιον μυστική οργάνωση και τους σκοπούς της: Πολλοί νέοι μυήθηκαν σε τρομοκρατικές οργανώσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μυῶ — μυάω compress the lips pres imperat mp 2nd sg μυάω compress the lips pres subj act 1st sg (attic epic ionic) μυάω compress the lips pres ind act 1st sg (attic epic ionic) μυάω compress the lips pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) μυάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύον — μύω close pres part act masc voc sg μύω close pres part act neut nom/voc/acc sg μύω close imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) μύω close imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύετε — μύω close pres imperat act 2nd pl μύω close pres ind act 2nd pl μύω close imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύσαι — μύω close aor imperat mid 2nd sg μύω close aor inf act μύσαῑ , μύω close aor opt act 3rd sg μύζω make the sound aor imperat mid 2nd sg μύζω make the sound aor inf act μύσαῑ , μύζω make the sound aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύσω — μύω close aor subj act 1st sg μύω close fut ind act 1st sg μύω close aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) μύζω make the sound aor subj act 1st sg μύζω make the sound fut ind act 1st sg μύζω make the sound aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) μυσόω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύῃ — μύω close pres subj mp 2nd sg μύω close pres ind mp 2nd sg μύω close pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»