Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μυστηριωδώς

См. также в других словарях:

  • μυστηριωδώς — (Α μυστηριωδώς) επίρρ. βλ. μυστηριώδης …   Dictionary of Greek

  • μυστηριωδῶς — μυστηριώδης like mysteries adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυστηριώδης — ες (ΑΜ μυστηριώδης, ῶδες) [μυστήριον] ακατανόητος, ακατάληπτος νεοελλ. αυτός που ενεργεί ή γίνεται με μυστικό και απόκρυφο τρόπο («μυστηριώδεις συνεννοήσεις») αρχ. (για φάρμακο) αυτό τού οποίου η σύσταση τηρείται μυστική. επίρρ... μυστηριωδώς (Α… …   Dictionary of Greek

  • Γουατεμάλα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουατεμάλας Έκταση: 108.890 τ.χλμ Πληθυσμός: 11.986.558 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Γουατεμάλα (1.090.310 κάτ. το 2002)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Μεξικό, Α με την Μπελίζ και την Ονδούρα,… …   Dictionary of Greek

  • ανάληψη — I Κατά τη διδασκαλία της εκκλησίας, είναι το γεγονός κατά το οποίο ο Ιησούς Χριστός, σαράντα ημέρες μετά την Ανάστασή του, «ανελήφθη εις τους ουρανούς» και έτσι επέστρεψε πάλι στους κόλπους του Ουράνιου Πατέρα Του με τη «θεωθείσα» και… …   Dictionary of Greek

  • αρρητοτρόπως — ἀρρητοτρόπως (Μ) μυστηριωδώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρρητος + τρόπως < τρόπος (πρβλ. ουτοτρόπως, ποικιλοτρόπως κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • ιεροκρύφιος — α, ο (Μ ἱεροκρύφιος, ία, ον) ο μυστικός, ο απόκρυφος νεοελλ. ο αινιγματικός, ο μυστηριώδης. επίρρ... ιεροκρυφίως (Μ ἱεροκρυφίως) με ιεροκρύφιο τρόπο, απόκρυφα νεοελλ. μυστηριωδώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + κρύφιος (< κρύφιος < κρύπτω), πρβλ …   Dictionary of Greek

  • κρυφιοειδώς — κρυφιοειδῶς (Α) επίρρ. μυστηριωδώς, με μυστηριώδη τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κρυφιοειδής (< κρύφιος + ειδής*)] …   Dictionary of Greek

  • μυστιπόλευτος — μυστιπόλευτος, ον (Α) [μυστιπολεύω] (για τελετές και εορτές) αυτός που γίνεται από μύστες, που εορτάζεται μυστηριωδώς, με μυστήρια …   Dictionary of Greek

  • Γκέτε, Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον- — (Johann Wolfgang von Goethe, Φρανκφούρτη 1749 – Βαϊμάρη 1832). Γερμανός ποιητής. Γιος του αυτοκρατορικού συμβούλου Γιόχαν Κάσπαρ, ανθρώπου αυστηρού με ουμανιστικά ενδιαφέροντα, και της Καταρίνα Ελίζαμπετ Τέξτορ, σπούδασε νομικά στη Λειψία, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Κρούμος — (; – 814 μ.Χ.). Βούλγαρος ηγεμόνας (806 814). Κατόρθωσε να δημιουργήσει μεγάλο και ισχυρό κράτος με συνεχείς πολέμους. Κατέλαβε τμήμα της ανατολικής Ουγγαρίας, τμήματα της Μακεδονίας και της Θράκης, ενώ το 809 κυρίευσε τη Σαρδική (σημερινή Σόφια) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»