-
1 μπόλιασμα
[больязма] ουσ. о. прививка.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μπόλιασμα
-
2 прививка
прививкаж1. бот. ὁ ἐνοφθαλμισμός, ὁ ἐμβολιασμός, τό φέλιασμα, τό μπόλιασμα·2. мед. ὁ ἐμβολιασμός, τό μπόλιασμα, ὁ δαμαλισμός, τό μπόλι:противотифозная \прививка τό ἀντιτυφικό ἐμβόλιο, -
3 прививание
I.биол., мед. о εμβολιασμός, το μπόλιασμα.II.(прикрепление к чему-л. путём свивания) το δέσιμο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прививание
-
4 прививка
1. бот. о εμβολιασμός, ο ενοφθαλμισμός, το μπόλιασμα 2. мед. (действие) о εμβολιασμός, (препарат) το εμβόλιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прививка
-
5 трансплантация
1. мед. η μεταμόσχευση 2. (с - χ.) το μπόλιασμα, η σύμφυση (των φυτών).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трансплантация
-
6 черенкование
το μπόλιασμα με κλαδί (των φυτών).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > черенкование
См. также в других словарях:
μπόλιασμα — (Βοτ.). Πρακτική φυτοτεχνική μέθοδος, με την οποία γίνεται η μεταμόσχευση ενός ματιού ή τμήματος μικρού κλαδιού από ένα φυτό, του οποίου επιδιώκεται να διατηρηθούν τα χαρακτηριστικά, σ’ ένα άλλο, ιδιαίτερα εύρωστο, που ονομάζεται υποκείμενο. Το μ … Dictionary of Greek
μπόλιασμα — το ο εμβολιασμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εγκέντριση — η (Α ἐγκέντρισις) (για φυτά) ενοφθαλμισμός, εμβολιασμός, μπόλιασμα νεοελλ. (για άλογα) σπιρούνισμα … Dictionary of Greek
εγκεντρίδα — η (Α ἐγκεντρίς) (για άλογα) ο πτερνιστήρας, σπιρούνι νεοελλ. γεωργικό εργαλείο που χρησιμεύει στο μπόλιασμα τών φυτών αρχ. 1. το κεντρί τών εντόμων 2. βούκεντρο 3. είδος γραφίδας που κατέληγε σε αιχμηρή άκρη 4. κομμάτι σίδερο με μυτερή άκρη που… … Dictionary of Greek
εμβολιασμός — Διαδικασία ενοφθαλμισμού λοιμώδους νόσου στον οργανισμό, μέσω εισαγωγής εμβολίων στο σώμα, με σκοπό να ανοσοποιηθεί ενεργητικά, δηλαδή μέσω της παραγωγής αντισωμάτων. Τα εμβόλια χρησιμοποιούνται τόσο για την πρόληψη (προφυλακτικά εμβόλια) όσο και … Dictionary of Greek
εμφυλλισμός — ἐμφυλλισμός, ο (AM) η ενοφθάλμιση, ο εγκεντρισμός, το μπόλιασμα μοσχεύματος σ ένα δένδρο … Dictionary of Greek
εμφυτεία — ἐμφυτεία, η (Α) ενοφθαλμισμός, εγκεντρισμός, μπόλιασμα … Dictionary of Greek
ενθεματισμός — ο (Α ἐνθεματισμός) [ενθεματίζω] εγκεντρισμός, ενοφθαλμισμός, μπόλιασμα … Dictionary of Greek
επαγωγή — I (Βιολ.). Φαινόμενο, κατά το οποίο σε ένα όργανο, κύτταρα ή ιστοί μπορούν να προκαλέσουν ορισμένη διαφοροποίηση σε άλλα γειτονικά κύτταρα ή ιστούς. Στα φαινόμενα της ε. περιλαμβάνονται και αρνητικές επιδράσεις, δηλαδή αναστολή της διαφοροποίησης … Dictionary of Greek
επεμβολή — ἐπεμβολή, η (AM) [επεμβάλλω] μσν. μπόλιασμα δέντρου αρχ. παρεμβολή … Dictionary of Greek
ευλογιασμός — ο [ευλογιάζω] ιατρ. ο εμβολιασμός με τον ιό τής νόσου ευλογίας για προφύλαξη από αυτήν, ο δαμαλισμός, το μπόλιασμα … Dictionary of Greek