-
1 μποτιλιάρω
[ботлдьяро] р. разливать в бутылки, (μεταφ.) иметь проблемы при предвижении по улицам, застревать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μποτιλιάρω
См. также в других словарях:
μποτιλιάρω — μποτιλιάρω, μποτιλιάρισα βλ. πίν. 55 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μποτιλιάρω — [μποτίλια] 1. βάζω υγρό σε φιάλη και τή σφραγίζω, εμφιαλώνω 2. μτφ. αποκλείω πλοία σε λιμάνι φράζοντας την έξοδο 3. παθ. μποτιλιάρομαι ακινητοποιούμαι λόγω κυκλοφοριακής συμφόρησης … Dictionary of Greek
μποτιλιάρω — μποτιλιάρισα, μποτιλιαρίστηκα, μποτιλιαρισμένος 1. γεμίζω μπουκάλι με υγρό, εμφιαλώνω: Παραγγείλαμε κρασί μποτιλιαρισμένο. 2. μτφ., ακινητοποιώ πλοίο μέσα σε λιμάνι φράζοντας το στόμιό του ή αυτοκίνητο εξαιτίας συνωστισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εμφιαλώνω — και εμφιαλώ ( όω) γεμίζω φιάλη με ποτό ή άλλο υγρό και τή σφραγίζω καλά, μποτιλιάρω («εμφιαλωμένο κρασί, ποτό κ.λπ.» μποτιλιαρισμένο, σφραγισμένο) … Dictionary of Greek
μποτιλιάρισμα — το [μποτιλιάρω] 1. γέμισμα φιαλών, εμφιάλωση 2. μτφ. α) αποκλεισμός πλοίου σε λιμάνι β) κυκλοφοριακή συμφόρηση … Dictionary of Greek
εμφιαλώνω — εμφιάλωσα, εμφιαλώθηκα, εμφιαλωμένος, μτβ., γεμίζω φιάλες (μπουκάλια) με υγρό και τις σφραγίζω καλά, μποτιλιάρω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)