-
1 μπολιάζω
[больязо] р. прививать дерево,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μπολιάζω
-
2 аблактировать
μπολιάζω (τα φυτά)-ка (способ прививки растений) το μπό-λιασμα (των φυτών), η σύμφυσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > аблактировать
-
3 прививать
прививатьнесов1. бот. ἐνοφθαλ-μίζω, μπολιάζω, φελιάζω·2. мед. ἐμβολιάζω, μπολιάζω, κάνω μπόλι:\прививать кому́-л. оспу ἐμβολιάζω κατά τής εὐλογιδς, δα-μαλίζω κάποιον3. перен μεταδίδω, ἐμφυτεύω:\прививать вкус к чему́-л. κάνω κάποιον ν' ἀγαπήσει κάτι, κεντρίζω τήν ὅρεξη γιά κάτι. -
4 привить
I. 1. (пересадить часть одного растения на другое для передачи тех или иных свойств) εμβολιάζω, μπολιάζω 2. (приспособить, акклиматизировать) εγκλιματίζω 3. мед. (ввести в организм вакцину для предупреждения или ослабления болезни) εμβολιάζω, κάνω εμβόλιο. II. (свивая, прикрепить к чему-л) ενώνω/συνενώνω πλέκοντας με κάτι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > привить
См. также в других словарях:
μπολιάζω — μπολιάζω, μπόλιασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μπολιάζω — 1. κάνω εμβόλιο σε κάποιον, εμβολιάζω 2. εγκεντρίζω δένδρο 3. μεταδίδω μολυσματική νόσο σε κάποιον 4. μτφ. μεταφέρω και ενσωματώνω ένα στοιχείο σε άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐμβολιάζω < ἐμβόλιον, με σίγηση τού προτακτικού άτονου ε (για την προφορά… … Dictionary of Greek
μπολιάζω — μπόλιασα, μπολιάστηκα, μπολιασμένος 1. εμβολιάζω. 2. τοποθετώ ξένο βλαστό σε δέντρα για να γίνουν ήμερα: Μπόλιασα τις αγριοτριανταφυλλιές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκκεντρώνω — μπολιάζω, ενοφθαλμίζω … Dictionary of Greek
αμπόλιαστος — (I) η, ο [μπολιάζω] 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν εμβολιάστηκε ακόμη 2. (για δέντρα) αυτό που δεν εμβολιάστηκε, δεν ενοφθαλμίστηκε. (II) η, ο [μπόλια] (κυρίως για γυναίκες) αυτή που δεν φοράει μπόλια, κάλυμμα στο κεφάλι … Dictionary of Greek
εγκεντρίζω — (AM ἐγκεντρίζω) 1. (για φυτά) εμβολιάζω, μπολιάζω 2. κεντρίζω, ερεθίζω, παρακινώ 3. (για άλογα) κεντρίζω, σπιρουνίζω μσν. προσαρμόζω, συγκολλώ αρχ. συγκεντρώνω … Dictionary of Greek
εγκεντρώνω — ἐγκεντρώνω και ἐγκεντρῶ ( όω) (Μ) 1. στερεώνω, ασφαλίζω 2. κεντρώνω, μπολιάζω 3. μυώ … Dictionary of Greek
εμβολιάζω — και μπολιάζω 1. ανοσοποιώ κάποιον με το κατάλληλο εμβόλιο για την προστασία από λοιμώδη νόσο 2. (για δέντρα) ενοφθαλμίζω, κεντρώνω για να μετατρέψω άγριο δέντρο σε ήμερο ή για να αλλάξω την ποικιλία του … Dictionary of Greek
εμφυλλίζω — (Μ ἐμφυλλίζω) (για φυτό) μπολιάζω φυτό, ενοφθαλμίζω, εγκεντρίζω … Dictionary of Greek
ενθέτω — και εντίθημι (AM ἐντίθημι) τοποθετώ κάτι μέσα σε άλλο, παρενθέτω, παρεμβάλλω αρχ. 1. μτφ. εμβάλλω, προσφέρω αγαθό που λείπει («νῡν δ ἄρτι μοι τὸ γῆρας ἐντίθησι νοῡν», Φερεκρ.) 2. (ιδίως για νήπια) βάζω κάτι στο στόμα 3. τοποθετώ ανάμεσα,… … Dictionary of Greek
ενθεματίζω — (Α ἐνθεματίζω) ενοφθαλμίζω, εγκεντρίζω, μπολιάζω νεοελλ. συμπληρώνω ξύλο ή αντικαθιστώ φθαρμένο μέρος του με προσθήκη, ματίζω, τσοντάρω αρχ. βάζω κάτι μέσα ή πάνω σε κάτι άλλο, αποθέτω, εμβάλλω … Dictionary of Greek