-
1 μπογιά
-
2 μπογιά
[богья] ουσ. Θ. краска, вакса, крем для обуви,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μπογιά
-
3 μπογιά
[богья] ουσ θ краска, вакса, крем для обуви. -
4 μπογια(ν)τζής
ο, μπογια(ν)τζού η1) маляр (тж. перен. — о плохом художнике); 2) красильщик;§ τα μυαλά σου και μιά λίρα και τού μπογια(ν)τζή ο κόπανος — ты несёшь какую-то чепуху; — у тебя, наверное, не все дома
-
5 μπογια(ν)τζής
ο, μπογια(ν)τζού η1) маляр (тж. перен. — о плохом художнике); 2) красильщик;§ τα μυαλά σου και μιά λίρα και τού μπογια(ν)τζή ο κόπανος — ты несёшь какую-то чепуху; — у тебя, наверное, не все дома
-
6 μπογια(ν)τίζω
μετ.1) красить, окрашивать; 2) чистить кремом, ваксой -
7 μπογιά(ν)τισμα
τό1) покраска; 2) чистка обуви кремом, ваксой -
8 μπογια(ν)τίζω
μετ.1) красить, окрашивать; 2) чистить кремом, ваксой -
9 μπογιά(ν)τισμα
τό1) покраска; 2) чистка обуви кремом, ваксой -
10 μπόϊ
το (γεν, μπογιού, πλ. μπόγια) рост, высота;πρώτο μπόϊ — очень высокого роста;
μικρό μπόϊ — маленького роста;
τό παιδί ρίχνει μπόϊ — ребёнок растёт;
τό νερό έχει δυό μπόγια βάθος здесь глубина в два человеческих роста;δε ντρέπεσαι το μπόϊ σου — такой большой, и тебе не стыдно!
См. также в других словарях:
μπογιά — η (λ. τουρκ.) 1. βαφή, χρώμα: Έβαψα την πόρτα με άσπρη μπογιά. 2. χρωστική ύλη διαφόρων ειδών: Μπογιά για τα πασχαλινά αβγά. 3. φρ., «Δεν περνά η μπογιά σου», δεν καταφέρνεις να έχεις επιτυχίες στον ερωτικό τομέα, έχασες τις ικανότητές σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπογιά — η 1. βαφή, χρώμα 2. χρωστική ύλη οποιουδήποτε είδους («μπογιά τών παπουτσιών» βερνίκι υποδημάτων) 3. φρ. «δεν περνά πια η μπογιά του» έχασε πια τη γοητεία και την επιρροή του ή αποκαλύφθηκε η αναξιότητά του 4. κοινή ονομασία φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
μπογια(ν)τίζω — μπογιά(ν)τισα, μπογια(ν)τισμένος, βάφω, χρωματίζω: Μπογιάτισα τους τοίχους του δωματίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπογιά(ν)τισμα — το το βάψιμο, το χρωμάτισμα: Με το μπογιάτισμα το σπίτι θα φαίνεται πιο καθαρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπόι — το πληθ. μπόγια (λ. τουρκ.) 1. το ανάστημα, το ύψος. 2. φρ., «Είναι πρώτο μπόι», πολύ ψηλός· «Έριξε μπόι», ψήλωσε, μεγάλωσε· «Δυο μπόγια βάθος», δυο φορές σαν το μέσο αντρικό ανάστημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Constantine II of Greece — Constantine ΙΙ King of the Hellenes Reign 6 March 1964 – 1 June 1973 Predecessor Paul … Wikipedia
Балканский языковой союз — Балканский языковой союз группа языков, принадлежащих к разным ветвям индоевропейской семьи языков, но обнаруживающих значительное и систематическое сходство на фонетико фонологическом, морфосинтаксическом, синтаксическом, лексическом,… … Википедия
άστρωτος — η, ο (Α ἄστρωτος, ον) [στρωτός] (για υποζύγια) ξέστρωτος, ξεσαμάρωτος νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει στρωθεί, που δεν έχει απλωθεί («χαλί άστρωτο») 2. αυτός που δεν έχει σχηματίσει στρώμα πάνω στη γη («άστρωτο χιόνι») 3. εκείνος που δεν έχει γίνει … Dictionary of Greek
εξαλείφω — (AM ἐξαλείφω) [αλείφω] 1. αφαιρώ κάτι (κηλίδα, σήμα κ.λπ.) από μια επιφάνεια με τρίψιμο, σβήνω («εξάλειψε τις κηλίδες με μπογιά») 2. (για πράξη, κατάσταση, συναίσθημα) σβήνω, βγάζω από τον νου, τη σκέψη μου («πάσας τὰς ἐλπίδας ἐξαλείψαντες,… … Dictionary of Greek
καρα- — α συνθετικό λέξεων τής Νέας Ελληνικής, από τουρκ. επίθ. kara «μαύρος». Λειτουργεί άλλοτε ως προσδριορισμός επίθ. τού β συνθετικού με τη σημ. «μαύρος» (πρβλ. καρά γιαλης, καρα μπογιά) και άλλοτε ως επιτατικό (πρβλ. καρά βλαχος, καρά γυφτος) … Dictionary of Greek
μπόι — το 1. ύψος, ανάστημα ανθρώπου («το παιδί ρίχνει μπόι» το παιδί ψηλώνει, αυξάνεται) 2. το μέσο ύψος τού ανδρικού αναστήματος που λαμβάνεται ως μονάδα μέτρησης («το δέντρο αυτό είναι πέντε μπόγια ύψος») 3. καθεμιά από τις όρθιες δοκούς τής κάσας,… … Dictionary of Greek