-
1 μπακάλικο
[бакалико] ουσ. о. бакалейная лавка.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μπακάλικο
-
2 бакалея
-
3 магазин
1. маш. η χοάνη 2. (изм.) το κιβώτιο 3. (станков, оружия) о γεμιστήρας 4. (торговая точка) το μαγαζί, το κατάστημαовощной - το οπωρο-πωλείο, το μανάβικοпродуктовый - το κατάστημα τροφίμων, το παντοπωλείοрыбный - το ιχθυοπωλείο, το ψαράδικοхлебный - το αρτοπωλείο, ο φούρνοςювелирный - το χρυσοχοείο, το κοσμηματοπωλείοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > магазин
-
4 продуктовый
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > продуктовый
-
5 бакалейный
бакалейн||ыйприл μπακάλικος:\бакалейныйая лавка τό μπακάλικο; \бакалейныйые товары τά μπακάλικα, τά ἀποικιακά. -
6 бакалея
бакалеяж1. собир. τά μπακάλικἀ,, τά ἀποικιακά;2. (магазин) τό παντοπωλεῖο[ν], τό μπακάλικο. -
7 лавка
лавка I ж (скамейка) ὁ πάγκος, τό σκαμνί. лавка II ж (магазин) τό μαγαζί, τό μπακάλικο (бакалейная)/ τό χασάπικο (мясная)/ τό μανάβικο (овощи́ая) / ἡ καντίνα (войсковая). -
8 бакалейный
επ.των αρτυμάτων, μπακάλικος•магазин το μπακάλικο.
-
9 гастроном
-а α.1. καλοφαγάς, γαστρονόμος, λιχούδης.2. μπακάλικο, εδωδιμοπωλεϊο.
См. также в других словарях:
μπακάλικο — το το παντοπωλείο: Δουλεύει στο μπακάλικο ενός θείου του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπακάλικο — το κατάστημα τού μπακάλη, παντοπωλείο … Dictionary of Greek
μπακάλαινα — η [μπακάλης] 1. γυναίκα που έχει μπακάλικο 2. σύζυγος μπακάλη … Dictionary of Greek
μπακάλικος — η, ο, θηλ. και ια [μπακάλης] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον μπακάλη, στο μπακάλικο ή στη μπακαλική 2. μτφ. α) (για πρόσ.) άξεστος, χυδαίος («μπακάλικα φερσίματα») β) (για μέθοδο σκέψης ή τρόπο υπολογισμών) εντελώς εμπειρικός,… … Dictionary of Greek
μπακαλάκι — το 1. ιδιοκτήτης μικρού μπακάλικου 2. μικρό μπακάλικο … Dictionary of Greek
χοντρομπακάλης — ο, Ν αυτός που έχει μεγάλο μπακάλικο στο οποίο κάνει και χονδρική πώληση … Dictionary of Greek
Μπέρνχαρντ, Τόμας — (Thomas Bernhard, Χέερλεν Ολλανδίας 1931 – 1989). Αυστριακός λογοτέχνης. Σε ηλικία 12 ετών έγινε τρόφιμος οικοτροφείου στο Σάλτσμπουργκ της Αυστρίας. Εργάστηκε για ένα μικρό χρονικό διάστημα σε μπακάλικο (1947 49), αρρώστησε όμως από φυματίωση… … Dictionary of Greek
Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος — (Σκιάθος 1851 – 1911). Έλληνας πεζογράφος. Ο πατέρας του ήταν παπάς μεγαλωμένος στο βαθιά συντηρητικό θρησκευτικό περιβάλλον των κολλυβάδων (μοναχών που προκάλεσαν την έριδα για το αν έπρεπε να μοιράζονται τα κόλλυβα των μνημοσύνων και τις… … Dictionary of Greek
εδωδιμοπωλείο — το κατάστημα όπου πουλιούνται εδώδιμα (βλ. λ.), παντοπωλείο, μπακάλικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παντοπωλείο — το το μπακάλικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)