Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

μοῦσα

  • 1 муза

    1. (одна из девяти богинь) η μούσα 2. (творческое вдохновение) η έμπνευση, η μούσα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > муза

  • 2 Muse

    subs.
    P. and V. Μοῦσα, ἡ.
    ——————
    v. intrans.
    ——————
    Μοῦσα, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Muse

  • 3 клеенчатый

    клеен||чатый
    прил μουσα-μαδένιος.

    Русско-новогреческий словарь > клеенчатый

  • 4 муза^ж

    му́за^ж
    ἡ μοῦσα.

    Русско-новогреческий словарь > муза^ж

  • 5 муза

    [μοάζα] ста. Θ. μούσα

    Русско-греческий новый словарь > муза

  • 6 муза

    [μοάζα] ουσ θ μούσα

    Русско-эллинский словарь > муза

  • 7 муза

    θ.
    Μούσα. || ποιητικό έργο ή δημιουργία•

    муза Пушкина το ποιητικό έργο του Πούσκιν.

    Большой русско-греческий словарь > муза

  • 8 о

    о 1, об, обо
    πρόθεση με αιτ. κ. προθτ. πτ.
    1. (με αιτ.) εις, σε και άρθρο: στον, στην, στο, στους, στις, στα•

    удариться о камень χτυπώ στην πέτρα•

    испачкаться ос стену λερώνομαι στον τοίχο•

    опереться о перила στηρίζομαι στα κάγκελα•

    сломить палку о колено σπάζω το παλούκι στο γόνατο.

    2. με επανάλειψη του ουσ. σχηματίζει επιρρημαρικούς συνδυασμούς: πολύ κοντά, δίπλα, έγγιστα, πλάι-πλάι, κολλητά με•

    плечо о плечо πλάτη με πλάτη•

    рука об руку χέρι με χέρι•

    бок о бок πλάι-πλάι.

    3. (για χρόνο) σε, κατά•

    об эту пору σ αυτόν τον καιρό (εποχή)•

    вчера о полдень χτες κατά το μεσημέρι.

    4. (με προθτ.) περί, για, ως προς•

    плакать о погибших κλαίω (για) τους πεσόντες•

    говорить о событиях μιλώ για τα γεγονότα•

    она думает обо мне αυτή σκέφτεται (για) εμένα•

    напишу твоему отцу обо всем θα τά γράψω όλα στον πατέρα σου•

    переговоры о мире διαπραγματεύσεις για την ειρήνη.

    5. παλ. για αριθμητική ποσότητα με•

    каменный дом о пяти комнатах λιθόκτιστο σπίτι με πέντε δωμάτια•

    дом о трёх этажах σπίτι τριώροφο.

    6. περί, κατά•

    о заре κατά την αυγή•

    о празднике κατά τη γιορτή.

    о 2
    επιφ.
    1. (για κλήση, αναφώνηση, θαυμασμό), ω! τι!•

    о позор! τι ντροπή!•

    о, муза! ω, μούσα!

    2. (για αισθήματα πόνου, απελπισίας κ.τ.τ.) ω, όι•

    о-о! больно όι-όι! Πονά.

    3. (με επιτακτική σημ.) ω•

    о да! ω ναι!, ω μάλιστα!•

    о нет! α όχι!

    Большой русско-греческий словарь > о

  • 9 фольклор

    α.
    1. λαογραφία, λαϊκή μούσα, φολκλόρ.
    2. λαϊκές παραδόσεις.

    Большой русско-греческий словарь > фольклор

  • 10 Music

    subs.
    Ar. and P. μουσική, ἡ, Ar. and V. μοῦσα, ἡ (Eur., Alc. 344).
    Tune: P. and V. μέλος, τό, μελῳδία, ἡ.
    Set to music, v. trans.: P. ἐντείνειν; see under Set.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Music

См. также в других словарях:

  • Μούσα — Μούσᾱ , Μοῦσα music fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μούσᾳ — Μούσᾱͅ , Μοῦσα music fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μοῦσα — music fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοῦσα — music fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μούσα — (Αστρον.). Διεθνώς Musa 600. Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 14 Ιουνίου 1906. Το φαινόμενομέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 13,0 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 10,18. * * * (I) η (ΑΜ μοῡσα, Α… …   Dictionary of Greek

  • μούσα — η 1. μυθολογική θεότητα, που, όπως πίστευαν, ενέπνεε τους ποιητές, η έμπνευση: Εμπνεύστηκε από τη μούσα. 2. η ιδιοφυΐα και η τεχνοτροπία κάθε ποιητή και καλλιτέχνη: Η μούσα του Ομήρου. 3. το σύνολο των ποιητικών έργων μιας γλώσσας, ενός λαού κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μούσα — μού̱σᾱ , Μοῦσα music fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μούσᾳ — μού̱σᾱͅ , Μοῦσα music fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αϊούν-Μούσα — (Πηγές του Μωυσή). Πηγές στη δυτική περιοχή της χερσονήσου του Σινά κοντά στην παραλία. Απέχουν περίπου 6 ώρες από την πόλη του Σουέζ. Υπήρξε μία από τις γνωστότερες τοποθεσίες κατά την αρχαιότητα. Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πόλεμου υπήρχε… …   Dictionary of Greek

  • Κουαρίσμι, Μοχάμετ ιμπν Μουσά αλ- — (Mohamed Ibn Musa Αl Khowarizmi, τέλη 8ου – αρχές 9ου αι. μ.Χ.). Άραβας μαθηματικός, γεωγράφος και αστρονόμος. Εργαζόταν στην Αυλή του χαλίφη της Βαγδάτης Μομούν. Η μαθηματική πραγματεία του με τίτλο Κιτάμπ αλ γιάμπρ ουά’λ μουκάμπαλα… …   Dictionary of Greek

  • μουσαγέτα — μουσᾱγέτᾱ , Μουσαγέτης masc nom/voc/acc dual (doric) μουσᾱγέτα , Μουσαγέτης masc voc sg (doric) μουσᾱγέτᾱ , Μουσαγέτης masc gen sg (doric aeolic) μουσᾱγέτα , Μουσαγέτης masc nom sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»