Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μουστάκι

  • 1 μουστάκι

    [мустаки] ουσ. о. усы.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μουστάκι

  • 2 усы

    усы м мн. το μουστάκι
    * * *
    м мн.
    το μουστάκι

    Русско-греческий словарь > усы

  • 3 носить

    носить
    несов в разн. знач. φορώ, φέρω:
    \носить платье φορώ φουστάνι· \носить усы ἀφήνω μουστάκι· \носить очки́ φορώ γυαλιά· \носить траур φορώ πένθος· \носить вещи κουβαλώ πράγματα· \носить на руках парен. περιποιούμαι, ἔχω κάποιον μή στάξει καί μή βρέξει· ◊ это носило характер... αὐτό είχε τή μορφή...· спор носил бу́рный характер ἡ συζήτηση ήταν θυελλώδης· \носить свою девичью фамилию κρατάω τό οἰκογενειακό μου ἐπίθετο.

    Русско-новогреческий словарь > носить

  • 4 пробиваться

    пробиваться
    несов
    1. (прокладывать себе путь) ἀνοίγω δρόμο[ν]/ περνῶ (проникать):
    \пробиваться скюзь толпу́ ἀνοίγω δρόμο μέσα στό πλήθος· с трудом \пробиваться περνώ μέ κόπο· сквозь што́ры \пробиватьсяется свет μέσα ἀπό τά στόρια περνἄ φῶς·
    2. (о растительности) φυτρώνω, φύομαι, βλαστάνω:
    у него́ \пробиватьсяются усы ἀρχίζει νά βγάζει μουστάκι.

    Русско-новогреческий словарь > пробиваться

  • 5 ус

    ус
    м τό μουστάκι, ὁ μύσταξ^ китовый \ус ἡ μπαλαίνα, ἡ μπανέλα· мотать себе на \ус разг βάζω καλα στό μυαλό μου· он и в \ус (себе) не ду́ет разг δέν φροντίζει γιά τίποτε, δέν τοῦ καίγεται καρφί.

    Русско-новогреческий словарь > ус

  • 6 усы

    усы
    мн. (ед. ус м)
    1. τό μουστάκι·
    2. см. у́сики 2, 3· ◊ по усам текло́, а в рот не попало погов. ζήσανε αὐτοί καλά κι· ἐμείς καλλίτερα

    Русско-новогреческий словарь > усы

  • 7 усы

    [ουσύ] ουσ. κληθ. μουστάκι

    Русско-греческий новый словарь > усы

  • 8 усы

    [ουσύ] ουσ πληθ μουστάκι

    Русско-эллинский словарь > усы

  • 9 закрутить

    -учу, -утишь ρ.σ.μ.
    1. στρίβω, συστρέφω• περιστρέφω•

    закрутить проволоку στρίβω το σύρμα•

    закрутить усы στρίβω το μουστάκι•

    закрутить сигарету στρίβω το τσιγάρο.

    2. περιτυλίγω, κουβαριάζω, συσπειρώνω
    3. (απλ.) βιδώνω• κλείνω περιστρέφοντας•

    закрутить гайку βιδώνω το παξιμάδι•

    кран κλείνω την κάνουλα.

    4. (απλ.) ευφυολογώ, εκφράζομαι πετυχημένα.
    5. αρχίζω να στρίβω κλπ. ρ. βλ. крутить.
    1. στρίβομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1, 2, 3 σημ.).
    2. αρχίζω να περιστρέφομαι, να στρίβομαι βλ. κ. крутиться.

    Большой русско-греческий словарь > закрутить

  • 10 крутить

    кручу, крутишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. крученный
    -чен, -а, -о
    ρ.δ.
    1. μ. περιστρέφω, γυρίζω•

    крутить ручку шарманки φέρνω γύρα τη λαβή της λατέρνας.

    2. μτφ. στρίβω, συστρέφω, κλώθω γνέθω•

    крутить пряжу γνέθω κλωστή•

    крутить папиросу, сигарку στρίβω τσιγάρο•

    крутить ус στρίβω το μουστάκι•

    крутить голову στρέφω (γυρίζω) το κεφάλι.

    3. στροβιλίζω•

    ветер -ил пыль ο άνεμος στροβίλιζε τη σκόνη•

    начинает позёмка αρχίζει να χιονοστροβιλίζει.

    4. διευθύνω, διαχειρίζομαι•

    она им -ит, как хочет αυτή τον κάνει όπως θέλει.

    5. στρεψοδικώ, κάνω υπεκφυγές, στριφογυρίζω.
    6. ερωτεύομαι, γυρίζω•

    он -ит с девушками αυτός γυρίζει με τα κορίτσια.

    εκφρ.
    крутить голову – σκοτίζω το κεφάλι•
    крутить любовь ή романβλ. 6 σημ. крутить руки кому α) στραγγουλίζω τα χέρια κάποιου, β) δένω τα χέρια πίσω•
    крутить носом – εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι, κοντραστάρω πεισμώνω•
    как (там) ни -и – (απλ.) ό,τι και να κάνεις, θέλεις και δε θέλεις.
    1. περιστρέφομαι, συστρέφομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. έχω πολλές φροντίδες, σκοτούρες.
    εκφρ.
    как (там) ни -ись – (απλ.) ό,τι και να κάνεις, θέλεις και δε θέλεις.

    Большой русско-греческий словарь > крутить

См. также в других словарях:

  • μουστάκι — το (ΑΜ μουστάκιον, Μ και μουστάκι και μουστάκιν) νεοελλ. η υπήνη τού προβόλου τών ιστιοφόρων νεοελλ. μσν. 1. το σύνολο τών τριχών που φύονται στο άνω χείλος 2. στον πληθ. τα μουστάκια α) οι σκληρές μακριές τρίχες που φέρουν τα θηλαστικά και… …   Dictionary of Greek

  • μουστάκι — το ιού 1. το τρίχωμα που αφήνουν οι άντρες κάτω από τη μύτη: Είχε στριφτό μουστάκι. 2. φρ., «Γελάνε και τα μουστάκια μου», η χαρά μου είναι ολοφάνερη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμούστακος — η, ο και παλ. τ. αμύστακος, ον [μουστάκι] 1. αυτός που δεν έχει μουστάκι 2. αυτός που δεν έβγαλε ακόμη μουστάκι και συνεκδοχικά ο έφηβος 3. αυτός που έχει ξυρισμένο το μουστάκι 4. (για καλαμπόκι ή άλλα φυτά) χωρίς μουστάκι, χωρίς θύσανο …   Dictionary of Greek

  • υπήνη — η / ὑπήνη, ΝΑ νεοελλ. ναυτ. σχοινί που στερεώνει τον πρόβολο τού ιστιοφόρου πάνω από τον θαλασσομάχο, κν. μουστάκι αρχ. 1. το μέρος τού προσώπου ανάμεσα στο επάνω χείλι και στη μύτη, όπου φυτρώνει το μουστάκι («καὶ τὴν ὑπήνην καὶ τὸ γένειον δασὺ… …   Dictionary of Greek

  • κακομούστακος — κακομούστακος, η, ο (ν) (Μ) αυτός που έχει άσχημο μουστάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μουστάκι] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλομουστακάτος — μεγαλομουστακάτος, η ο (Μ) αυτός που έχει μεγάλο μουστάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + μουστάκι] …   Dictionary of Greek

  • μουστάκα — η (Μ μουστάκα) μεγάλο μουστάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουστάκι + μεγεθ. κατάλ. α]· …   Dictionary of Greek

  • μουστακάτος — η, ο (Μ μουστακᾱτος, η, ον) αυτός που έχει μουστάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουστάκι(ν) + κατάλ. ᾶτος] …   Dictionary of Greek

  • μουστακοδέτης — ο ταινία με την οποία δενόταν το μουστάκι για να πάρει ορισμένο σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουστάκι + δετης (< δένω), πρβλ. λαιμο δέτης] …   Dictionary of Greek

  • μουστακοφόρος — ο αυτός που έχει μουστάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουστάκι + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • παραμούστακο — το το τμήμα τού μουστακιού στις άκρες τού στόματος που αφήνεται αξύριστο για να προσδίδει μήκος στο μουστάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μουστάκι) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»