-
1 μουδιάζω
[мудьязо] р. (μτβ.) вызывать онемение, делать бесчувственным,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μουδιάζω
-
2 отлежать
-жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отлжанный, βρ: -жан, -а, -оρ.σ.1. μ. μουδιάζω (από το ξάπλωμα ή την πίεση)•отлежать себе руку μουδιάζω το χέρι μου•
отлежать бока μουδιάζω το πλευρό.
2. (για άρρωστο) κάθομαι ξαπλωμένος.1. γερεύω, αναρρώνω.2. ωριμάζω διατηρούμενος•яблоки -лись τα μήλα ωρίμασαν διατηρούμενα.
-
3 отсидеть
-ижу, -идишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отсиженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.1. μ. μουδιάζω από το καθισιό•отсидеть ногу μουδιάζω το πόδι από το καθισιό.
2. κάθομαι (για ένα χρονικό διάστημα)•я -ел только два акта в театре κάθησα μόνο δυο πράξεις στο θέατρο.
3. (για ποινή) εκτινω•отсидеть свой срок εκτίω την ποινή μου.
1. κάθομαι, (παρά) μένω•в окопе от обстрела κάθομαι στο χαράκωμα, προφυλαγόμενος από τα πυρά•
отсидеть в палатке от дождя κάθομαι στη σκηνή για να μη βραχώ.
2. μουδιάζω από το καθισιό. -
4 перележать
-жу, -жишьρ.σ.1. παρακάθομαι,• -на солнце παρακάθομαι στον ήλιο. || φθείρομαι, χαλνώ από την πολυκαιρία•огурцы -ли τα αγγουράκια χάλασαν από την πολυκαιρία•
2. ξαπλώνω περισσότερο από άλλον.3. κάθομαι (ώσπου)• παραμένω•перележать в укрытии до конца бомбёжки κάθομαι στο καταφύγιο ώσπου να σταματήσει ο βομβαρδισμός.
4. μ. (απλ.) μουδιάζω•перележать руку μουδιάζω το χέρι από την ακινησία.
-
5 затекать
1. (о жидкости) εισρέω 2. (неметь) μουδιάζω 3. (опухать, отекать) πρήζομαι, φουσκώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > затекать
-
6 онеметь
1. (утратить на время дар речи) γίνομαι/καθίσταμαι άφωνος 2. (утратить чувствительность, гибкость) μουδιάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > онеметь
-
7 деревенеть
деревенетьнесов (неметь) μουδιάζω, ξυλιάζω. -
8 закочеиеть
закочеие||тьсое. κοκκαλιάζω, ξεπαγιάζω, μουδιάζω:\закочеиетьть от холода κοκκαλιάζω ἀπό τό κρύο· у него́ ру́ки \закочеиетьли ξεπάγιασαν τά χέρια του ἀπό τό κρύο. -
9 затекать
затека||тьнесов1. (о жидкости) τρέχω, μπαίνω, πλημμυρίζω·2. (заплывать, распухать) πρήζομαι·3. (неметь) μουδιάζω:у него йога \затекатьет μουδιάζει τό πόδι του. -
10 каменеть
камен||етьнесов1. ἀπολιθώνομαι, πετ· ρώνω· 2· перен πετρώνω, μουδιάζω·3. (твердеть) γίνομαι σκληρός, σκληρύνομαι. -
11 костенеть
костенетьнесов δέν λυγάω, σκληρύνομαι / прям., перен μουδιάζω. -
12 коченеть
коченетьнесов ξεπαγιάζω, μουδιάζω/ παγώνω (от холода). -
13 неметь
неме||тьнесов1. βουβαίνομαι / перен μένω ἄφωνος, μένω ἀλαλος:\неметь от восторга μένω ἀλαλος ἀπό τόν ἐνθουσιασμό μου·2. (цепенеть) μουδιάζω:руки \неметьют от холода τά χέρια μου ξύλιασαν ἀπό τό κρύο. -
14 онеметь
онеме||тьсов1. (утратить способность речи) βουβαίνομαι, χάνω τή φωνή μου / μένω ἄφωνος, μένω ἄλαλος (от страха и т. п.)·2. (утратить чувствительность) μουδιάζω, κοκκαλιάζω:у меня пальцы \онеметьли кок-κάλιασαν τά δάχτυλά μου. -
15 помертветь
помертве||тьсов (от ужаса, горя и т· п.) παραλύω, μουδιάζω, ἀποναρκώ-νομαι, ὠχριῶ:я \помертветьл от страха μοῦ πάγωσε τό αίμα ἀπό τόν φόβο. -
16 костенеть
[κασηνιέτ'] ρ. σκληρύνομαι, (μεταφ.) μουδιάζω -
17 коченеть
[κατσινιέτ'] ρ. μουδιάζω, παγώνω -
18 онеметь
[ανιμιέτ'] ρ. μουδιάζω -
19 костенеть
[κασηνιέτ'] ρ σκληρύνομαι, (μεταφ) μουδιάζω -
20 коченеть
[κατσινιέτ'] ρ μουδιάζω, παγώνω
См. также в других словарях:
μουδιάζω — μουδιάζω, μούδιασα, μουδιασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μουδιάζω — και μουδιώ και μουδιάω (Μ μουδιάζω) υφίσταμαι αιμωδία, αισθάνομαι ελαφρούς νυγμούς και νιώθω παροδική αναισθησία σε μέλος τού σώματος ή σε ολόκληρο το σώμα (α. «μούδιασαν τα δόντια μου από το παγωτό» β. «μουδιάζουν τα πόδια μου από την ακινησία») … Dictionary of Greek
μουδιάζω — μούδιασα, μουδιασμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον να χάσει τις αισθήσεις του, ναρκώνω, αναισθητοποιώ: Το κρύο μούδιασε τα πόδια του. 2. αμτβ., αισθάνομαι μούδιασμα σε μέλος του σώματός μου, ναρκώνομαι: Μούδιασε το σώμα μου μόλις βούτηξα στην κρύα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απομαργώνω — μουδιάζω ολότελα … Dictionary of Greek
αιμωδιώ — ( άω) (Α αἱμωδιῶ) νεοελλ. αισθάνομαι παροδική νάρκη σε κάποιο μέλος τού σώματός μου, μουδιάζω, μυρμηγκιάζω αρχ. 1. μουδιάζει το στόμα μου, ιδίως τα ούλα, από ερεθισμό που προξένησε η λήψη ξινής τροφής 2. τρέχουν τα σάλια μου 3. κάνω τα δόντια να… … Dictionary of Greek
μαργώνω — (I) (Μ μαργώνω) 1. μουδιάζω, κοκαλιάζω από το ψύχος, ξεπαγιάζω («εμάργωνεν εις την φωτιά, κι ήβραζε στον αέρα», Ερωτόκρ.) 2. μειώνω, ελαττώνω («τα τόσα γερατειά την όρεξη μαργώνου», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. μαργῶ «μαίνομαι, υβρίζω,… … Dictionary of Greek
μούδιασμα — το [μουδιάζω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού μουδιάζω … Dictionary of Greek
-ιάζω — κατάληξη ρημάτων τής Νέας Ελληνικής, η οποία εμφανίζεται: α) σε ρήματα που έχουν σχηματιστεί με την αρχ. κατάλ. άζω και προέρχονται από ουσ. ή επίθ. με θεματικό φωνήεν ι [πρβλ. αγιάζω (< άγιος), αιφνιδιάζω (< αιφνίδιος), εφοδιάζω (<… … Dictionary of Greek
αιμωδιάζω — και αιμωδιώ [αιμωδία] πάσχω από αιμωδία, μουδιάζω* … Dictionary of Greek
αλαλιάζω — 1. κάνω κάποιον άλαλο, ανόητο, τον αποβλακώνω 2. φέρνω κάποιον σε κατάσταση ζάλης, τόν κάνω ανίκανο να αντιλαμβάνεται αυτά που συμβαίνουν γύρω του 3. φέρνω κάποιον σε σύγχυση και αμηχανία, ζαλίζω, σκοτίζω 4. ζαλίζομαι, σκοτίζομαι, περιέρχομαι σε… … Dictionary of Greek
αμούδιαστος — η, ο [μουδιάζω] 1. αυτός που δεν μούδιασε 2. αυτός που δεν διστάζει, δεν δειλιάζει, ο θαρρετός … Dictionary of Greek