-
1 μορφη
дор. μορφά ἥ1) вид, образ, тж. форма или очертания(μορφέν ἔπεσι στέφειν Hom.; μορφαὴ θεῶν Xen.; μ. σώματος Plat.)
μορφῆς μέτρα Eur. — вид и рост;πολλῶν ὀνομάτων μ. μία Aesch. — один образ со многими именами;ἀντὴ φιλτάτης μορφῆς σποδός τε καὴ σκιά Soph. — вместо дорогих черт - пепел и тень2) внешность, видимость3) красивая внешность, красота4) филос. форма -
2 μορφή
η1) форма; вид, образ, облик;εξωτερική μορφή — внешний вид;
συμπαθητική μορφή — симпатичный вид;
αποκρουστική (απαίσια) μορφή — отталкивающий (отвратительный) вид;
δίνω μορφή — придавать форму;
παίρνω τη μορφή — принимать форму, облик;
2) перен. форма; вид:; тип;μορφή διακυβερνήσεως — форма правления;
μορφές πάλης — формы борьбы;
3) филос., лит. иск. форма;καλλιτεχνική μορφή — художественная форма;
η ενότητα μορφής και περιεχομένου — единство формы и содержания;
§ με τη μορφ — в виде (чего-л.);
οία η μορφή τοιαύτη και η ψυχή — или δες μορφή και δες ψυχή — лицо — зеркало души
-
3 μορφή
ἡ μορφή образ, форма, красота (ср. лат. forma; аморфный; морфология; метаморфоза) -
4 μορφή
{сущ., 3}образ, форма, очертания, вид, внешность.Ссылки: Мк. 16:12; Флп. 2:6, 7.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μορφή
-
5 μορφή
{сущ., 3}образ, форма, очертания, вид, внешность.Ссылки: Мк. 16:12; Флп. 2:6, 7.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μορφή
-
6 μορφή
образ, форма, очертания, вид, внешность; син. ἰδέα, σχῆμα.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μορφή
-
7 μορφῇ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μορφῇ
-
8 μορφή
образ, вид, наружность -
9 μορφή
[морфи] ουσ θ форма, образ. -
10 Δες μορφή και δες ψυχή
• Глаза – зеркало душиИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Δες μορφή και δες ψυχή
-
11 μορφα
-
12 ψυχή
η1) душа;τον πονεί το ψυχή μου — у меня душа болит за него;
αυτό το άδικο δεν το ανέχεται η ψυχή μου — я не могу перенести такой несправедливости;
2) храбрость, мужество, смелость, отвага;τό λέει η ψυχή του — он храбрый;
αυτός έχει ψυχή λαγού — у него заячья душа, он трус;
3) бодрый дух, энергия;αυτή η γυναίκα έχει ψυχή — это энергичная, смелая женщина;
4) душа, человек;τό χωριό έχει εξακόσιες περίπου ψυχές — в селе около шестисот жителей, около шестисот душ;
ψυχή βαρεία θλιμμένη — неприкаянная душа;
δεν υπαρχει ψυχή ζωντανή — нет ни живой души (где-л.);
ψυχ δε φαίνεται πουθενά — нигде не видно ни души;
οΰτε ψυχ! — ни души!;
5) бабочка, мотылёк;§ ψυχ
της παρέας (αυτής της δουλείας) — душа компании (этого дела);, αυτό βαραίνει στην ψυχή μου — это лежит у меня камнем на душе;
πιάστηκε η ψυχή μου — у меня дух захватило;
πήγε η ψυχή μου στην κούλουρη — у меня душа в пятки ушла;
όσα τραβάει ( — или γουστάρει) η ψυχή σου — сколько твоей душе угодно;
μου εβγαλε την ψυχή — он мне всю душу вымотал, он меня замучил;
δεν βαστάει η ψυχή μου — это для меня невыносимо;
στο βάθος της ψυχής μου — в глубине души;
εξ όλης ψυχής — или εκ βάθους ψυχής — от всей души;
με όλη μου την ψυχή — всей душой;
τον αγαπά με όλη του την ψυχή — он его любит всей душой;
με την ψυχή μου — а) с большим удовольствием; — за милую душу (разг); — б) со всей энергией, изо всех сил;
με την ψυχή στο στόμα — ни жив ни мёртв;
ψυχή τε και σώματι — душой и телом (быть преданным кому-л.); — верой и правдой (служить кому-л.);
καλή ψυχ! — лёгкой смерти! (пожелание);
ψυχ μου! — душа моя!;
τί ψυχή θα παραδώσεις; — как тебе совесть позволяет (так поступать)?;
δες μορφή και δες ψυχή — или οία η μορφή τοιάδε και η ψυχ — человека по лицу видно;
≈ глаза — зеркало души -
13 γηρυω
дор. γᾱρύω тж. med.1) произносить, говорить(φθέγμα Eur.)
γηρύεσθαί τινί τι Hes. — рассказывать кому-л. о чем-л.;λέξον τίν΄ αὐδέν τήνδε γηρυθεῖσ΄ ἔσῃ Aesch. — объясни, что хочешь ты этим сказать;ὅμοια μορφῇ γλῶσσά σου γηρύεται Aesch. — речь твоя соответствует твоему виду;πυκροτάτην ὄπα γηρύσαντος ἤκουσα Arph. — я слышал его душераздирающие вопли2) петь(γλυκύ τι Pind.)
γαρύεσθαί τινι Theocr. — состязаться в пении с кем-л.3) воспевать(εὖχος, κλέος, αἶσαν Pind.)
4) мычать(ἁδὺ ἁ μόσχος γαρύεται Theocr.)
-
14 εικαστος
-
15 ευωπος
21) с красивыми глазами, т.е. красивый собой, прекрасный(μορφῇ μὲν οὐκ εὐ., ἀνδρεῖος δ΄ ἀνήρ Eur.)
2) приятный на вид, милый сердцу(πύλαι Eur.)
3) зоркий(τὰ ἐξόφθαλμα - sc. ζῷα - οὐκ εὐωπὰ πόρρωθεν Arst.)
-
16 οφιωδης
-
17 πρεπω
(преимущ. praes. и impf., редко fut. πρέψω и aor. ἔπρεψα)1) быть заметным, отличаться(διὰ πάντων Hom.)
νέα γάρ, ὡς ἐσθῆτι καὴ κόσμῳ πρέπει Eur. — она молода, как видно по (ее) платью и наряду;πρέπουσι μελαγχίμοις γυίοισι λευκῶν ἐκ πεπλωμάτων ἰδεῖν Aesch. — на фоне белых одежд резко выделяются черные тела (моряков);ὁμήγυρις γυναικῶν φάρεσιν μελαγχίμοις πρέπουσα Aesch. — толпа женщин в черных покрывалах2) блистать, сиять(πανσέληνος πρέπει ἐν μέσῳ σάκει Aesch.; Ζεὺς πρέπων δι΄ αἰθέρος Eur.)
ὅ φρυκτὸς ἀγγέλλων πρέπει Aesch. — ярко пылает сигнальный костер;πρέπουσα ὡς ἐν γραφαῖς Aesch. — блистающая (красотой) словно на картине3) ( о звуке или запахе) явственно ощущатьсяοἶμαι βοέν ἐν πόλει πρέπειν Aesch. — я думаю, что крик стоит над (павшим) городом;
ἀτμὸς ὥσπερ ἐκ τάφου πρέπει Aesch. — пахнет словно могильным испарением4) быть схожим, походить(τινὴ εἶδος Pind.; τινὴ μορφῇ Eur.)
πρέπει ὡς τύραννος εἰσορᾶν Soph. — у нее царственный вид5) подходить, приличествовать, подобать, соответствовать(ἐν μεγέθει Arst.)
τὸ αἰσχυντηλὸν αὐτοῦ τῇ ἡλικίᾳ ἔπρεψεν Plat. — застенчивость шла его возрасту;τούτοις ἓν ὄνομα ἅπασι πρέφει Plat. — всем этим (вещам) будет соответствовать одно название;εἰς τέν ἀπόδειξιν πρέψει ῥηθέν Plat. — сказанное пригодится для разъяснения (вопроса);ποῦ τάδ΄ ἐν χρηστοῖς πρέπει ; Eur. — где такие поступки подобают порядочным людям?, т.е. допустимо ли где-л. нечто подобное?;πρέπων ἔφυς πρὸ τῶνδε φωνεῖν Soph. — тебе (больше всех) пристало говорить от их имени;impers.:οὔτε κλάειν οὔτ΄ ὀδύρεσθαι πρέπει Aesch. — не подобает ни плакать, ни скорбеть;ἐμοὴ πρέποι ἄν Xen. — мне следовало бы;τίσασθαι οὕτω, ὡς ἐκείνους (sc. τίσασθαι) πρέπει Her. — наказать (врагов) так, как они заслуживают -
18 συγγενικος
31) врожденный, прирожденный(νόσημα Plut.)
; присущий от рождения(τρίχες Arst.)
2) родственный(εἴδη πρὸς ἄλληλα συγγενικά Arst.)
ἥ φιλία συγγενικέ καὴ ἥ ἑταιρική Arst. — дружба между родственниками и дружба между товарищами3) сходный, однородный, близкий(ἥ μορφή Arst.)
-
19 τριχθαδιος
-
20 βλακώδης
ης, ες, βλακώδικος, η, ο глупый, тупой, бестолковый; идиотский, дурацкий;μορφή — глупый вид;
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μορφή — form fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… … Dictionary of Greek
μορφή — η 1. η εξωτερική όψη, το σχήμα: Είχε κυλινδρική μορφή. 2. η όψη του ανθρώπου, το σουλούπι, το πρόσωπο: Η μορφή του με εντυπωσίασε. 3. μτφ., τύπος, είδος κοινωνικού ή πολιτικού θεσμού, φάση εξέλιξης κάποιου οργανισμού ή γεγονότος: Η μορφή του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μορφῇ — μορφάω pres subj mp 2nd sg (doric) μορφάω pres ind mp 2nd sg (doric) μορφάω pres subj act 3rd sg (doric) μορφάω pres ind act 3rd sg (doric) μορφάω pres subj mp 2nd sg (epic ionic) μορφάω pres ind mp 2nd sg (epic ionic) μορφάω pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μορφῆ — Μορφεύς forms fem nom/voc/acc dual Μορφεύς forms fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μορφῇ — Μορφῆι , Μορφεύς forms fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελλειπτοκυτταρική αναιμία η ελαφρά μορφή ιδιοσυστασιακής κληρονομικής αιμολυτικής αναιμίας. — ο όργανο με το οποίο χαράζονται ελλείψεις, ο ελλειπτικός διαβήτης … Dictionary of Greek
μορφῆι — μορφῇ , μορφάω pres subj mp 2nd sg (doric) μορφῇ , μορφάω pres ind mp 2nd sg (doric) μορφῇ , μορφάω pres subj act 3rd sg (doric) μορφῇ , μορφάω pres ind act 3rd sg (doric) μορφῇ , μορφάω pres subj mp 2nd sg (epic ionic) μορφῇ , μορφάω pres ind mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναρχία — Μορφή διακυβέρνησης που, κατά την αριστοτελική ταξινόμηση, παραβαλόταν ως «αρχή του ενός», με την αριστοκρατία (αρχή των καλύτερων) και τη δημοκρατία (αρχή του λαού). Στη νεώτερη, όμως, πολιτική θεωρία, η μ. πήρε αρκετά διαφορετική έννοια, η… … Dictionary of Greek
θεοκρατία — Μορφή διακυβέρνησης στην οποία η πολιτική εξουσία είναι υποταγμένη στη θρησκευτική εξουσία ή στην εξουσία ενός προσώπου, κάστας ή οργάνωσης που ισχυρίζεται ότι την κατέχει απευθείας από τον Θεό. Μια πρώτη μορφή θ., η πιο συχνή κατά την αρχαιότητα … Dictionary of Greek
θερμότητα — Μορφή ενέργειας που μεταφέρεται από ένα σώμα σε ένα άλλο λόγω της ύπαρξης διαφοράς θερμοκρασίας. Στην πλήρη και ακριβή έννοια του όρου θ. φτάσαμε μόνο όταν έγινε δυνατό να αποδειχθεί πειραματικά και θεωρητικά η ισοδυναμία μεταξύ θ. και ενέργειας … Dictionary of Greek